Ανησυχητικά στοιχεία για τα αντικαταθλιπτικά: οι φαρμακοβιομηχανίες υποβαθμίζουν τις παρενέργειες

Οι πιθανές παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, ιδίως σε παιδιά και νέους, υποβαθμίζονται από τις
φαρμακευτικές εταιρείες με αποτέλεσμα τόσο η ιατρική κοινότητα όσο και το ευρύ κοινό να μην έχουν πλήρη εικόνα για το πόσο ασφαλής είναι η χορήγησή τους.
Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξαν οι ερευνητές του Σκανδιναβικού Κέντρου Cochrane στην Κοπεγχάγη, με επικεφαλής τον καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Πέτερ Γκέτζε και την Τάρανγκ Σάρμα.
Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό British Medical Journal, αξιολόγησε σε βάθος τις διάφορες αναφορές για τις κλινικές δοκιμές των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Παρόλο που σε αυτές τις δοκιμές έχουν καταγραφεί ακόμη και απόπειρες αυτοκτονίας, επιθετικές συμπεριφορές και άλλες αρνητικές παρενέργειες, τα περιστατικά αυτά έχουν υποβαθμισθεί ή αποσιωπηθεί. Γι' αυτό, οι ερευνητές συστήνουν την ελάχιστη δυνατή χρήση αντικαταθλιπτικών από παιδιά, εφήβους και νέους ενηλίκους.
Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες ανέλυσαν 70 διπλά τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μέσω ψευδοφαρμάκου, κλινικές δοκιμές των δύο κυριότερων κατηγοριών αντικαταθλιπτικών: των επιλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI) και των αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης και νορεπινεφρίνης (SNRI).
Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι οι φαρμακοβιομηχανίες δεν παρουσιάζουν το πλήρες εύρος των παρενεργειών που προκύπτουν από τις κλινικές δοκιμές, στις αναφορές οι οποίες στέλνονται στις αρμόδιες εποπτικές Αρχές, όπως η Αρχή Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ), όταν υποβάλλουν αίτηση για την κυκλοφορία κάποιου νέου φαρμάκου.
Μάλιστα ανακάλυψαν – «θαμμένες» στις παραπομπέςαναφορές για απόπειρες αυτοκτονιών και περιστατικά επιδείνωσης της κατάθλιψης μετά την χορήγηση των φαρμάκων. Σε παραπάνω από τις μισές αναφορές κλινικών δοκιμών, σύμφωνα με την Τάρανγκ, οι παραπομπές έλειπαν τελείως και ήσαν διαθέσιμες από τις εταιρείες μόνο αν τις ζητούσαν οι εποπτικές Αρχές – μόνο που οι τελευταίες ποτέ δεν τις είχαν ζητήσει.
«Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι δεν δίνεται στη δημοσιότητα ο πλήρης βαθμός της ζημιάς που κάνουν τα αντικαταθλιπτικά», δήλωσε η ψυχίατρος Τζοάνα Μονκρίεφ του University College του Λονδίνου (UCL). «Οι πιθανές παρενέργειες δεν αναφέρονται πλήρως στις ιατρικές επιστημονικές δημοσιεύσεις – αυτό το ξέραμε ήδη. Φαίνεται όμως πως δεν αναφέρονται κανονικά ούτε στις αναφορές των κλινικών δοκιμών που δίνονται στις ρυθμιστικές Αρχές και αποτελούν τη βάση για την αδειοδότηση των φαρμάκων», πρόσθεσε.
Όπως ανέφερε ο Γκέτζε, «είναι βαθιά ανήθικο όταν οι ασθενείς εθελοντικά συμμετέχουν σε κλινικές δοκιμές για το καλό της επιστήμης, αλλά μετά αφήνουμε τις φαρμακευτικές να αποφασίζουν ότι δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στα πρωτογενή στοιχεία των δοκιμών αυτών. Η δοκιμή των φαρμάκων θα έπρεπε να είναι δημόσια υπόθεση».
Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, τα αντικαταθλιπτικά είναι μόνο οριακά καλύτερα σε σχέση με τα πλασέμπο, η Μονκρίεφ δήλωσε ότι «καθώς αυξάνονται οι ενδείξεις πως τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να κάνουν ζημιά, θα έπρεπε ίσως να κάνουμε αναστροφή πορείας και να σταματήσουμε την αυξανόμενη τάση συνταγογράφησής τους».
Αξίζει να σημειωθεί ότι πέρυσι το Σεπτέμβριο, μία μελέτη στο περιοδικό κλινικής επιδημιολογογίας Journal of Clinical Epidemiology αποκάλυψε ότι το ένα τρίτο των μελετών (μετα-αναλύσεων) σχετικά με τις δοκιμές των αντκαταθλιπτικών, γράφονται από ανθρώπους που έχουν οικονομικές διασυνδέσεις με τις φαρμακευτικές. Έτσι, οι μετα-αναλύσεις ειδικά για τα αντικαταθλιπτικά είναι 22 φορές λιγότερο πιθανό να περιέχουν αρνητικές αξιολογήσεις σε σχέση με άλλες μετα-αναλύσεις. http://www.altsantiri.gr