Οι γυναίκες βιώνουν τη βία στο πετσί τους, κι ας λέει ο νόμος

«Υπάρχει πολλή βία και λίγοι ξενώνες». Το ανέφερε μια κοινωνική λειτουργός στην έρευνα «Η ενδοοικογενειακή βία κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η οπτική των επαγγελματιών και προτάσεις βελτίωσης των εφαρμοζόμενων πολιτικών», που πραγματοποίησε η οργάνωση ActionAid με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών στις 25 Νοεμβρίου, και ίσως συνοψίζει τα βασικά ευρήματά της.

«Παρά τα πολλά σημαντικά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ώστε να έχουμε πλέον ένα πλήρες νομικό πλαίσιο για την ενδοοικογενειακή βία, διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν προβλήματα εφαρμογής του, με αποτέλεσμα να μην εξυπηρετούνται οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν βία στην οικογένεια, καθώς λόγω των περικοπών έχει περιοριστεί το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Οι αξιόλογοι επαγγελματίες που υπάρχουν δεν είναι αρκετοί, φαίνεται να υπάρχει πολλή βία, οι ξενώνες έχουν περιορισμένες θέσεις και κατά συνέπεια υπάρχει συχνά αναμονή που μπορεί να φτάσει ακόμη και τους δύο μήνες για να κλειστεί ένα ραντεβού με το συμβουλευτικό κέντρο προκειμένου να οδηγηθεί το θύμα σε ξενώνα. Αυτή είναι μεγάλη αναμονή στην περίπτωση που κάποιο άτομο πρέπει να απομακρυνθεί άμεσα από το περιβάλλον κακοποίησης... Οι δυσκολίες που εντοπίσαμε είναι κυρίως γραφειοκρατικές, καθυστερήσεις στις διαδικασίες, όταν χρειάζονται εξετάσεις κ.λπ... Υπάρχουν λοιπόν προβλήματα στην εφαρμογή του νομικού πλαισίου που σχετίζονται με το πώς λειτουργεί η δημόσια διοίκηση στη χώρα μας, αγκυλώσεις που επιτείνει η κρίση» λέει στην «Εφ.Συν.» η υπεύθυνη έρευνας και συνηγορίας της ActionAid, Μαρία Μουρτζάκη.
Τα κενά στο σύστημα δεν είναι μόνο αυτά: στην 86σέλιδη έκθεση τεκμηριώνονται η απροθυμία καταγραφής ή ακόμη η ελλιπής καταγραφή των συμβάντων που έτσι κι αλλιώς δύσκολα φτάνουν στις Αρχές, η μη ενημέρωση των καταγγελλουσών ότι πρέπει να υποβληθούν σε ιατροδικαστική εξέταση ή ότι δεν απαιτείται το παράβολο των 100 ευρώ για την υποβολή μήνυσης σε αυτές τις περιπτώσεις.
Κι ακόμη, το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια κοινή βάση καταγραφής των περιστατικών έτσι ώστε να μπορεί κανείς να εξαγάγει ασφαλή συμπεράσματα για την πορεία των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας ώστε να χαράξει τη σωστή πολιτική πρόληψης, υποστήριξης των θυμάτων και αντιμετώπισής της.
«Η ανυπαρξία συστηματικής καταγραφής δεν μας δίνει τη δυνατότητα να πούμε κατά πόσο και αν αυξήθηκε το φαινόμενο στη διάρκεια της κρίσης. Διαπιστώνεται η ύπαρξη συγκρούσεων στην οικογένεια που λόγω κρίσης αυξήθηκε η συχνότητα και η έντασή τους, αλλά επρόκειτο κυρίως για περιστατικά που υπήρχαν ήδη. Οι βελτιώσεις που απαιτούνται εστιάζονται στην ανάγκη ενημέρωσης του προσωπικού που ασχολείται με αυτά τα θέματα, γιατί καλό είναι όταν γίνεται μια αλλαγή στον νόμο, αυτή να επικοινωνείται στη διοίκηση αλλά και στη συνεργασία όλων των επαγγελματιών -αστυνομία, δικαστές, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί- ώστε να υπάρχει ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος» επισημαίνει η κ. Μουρτζάκη.
Και προσθέτει: «Είναι σημαντική η εκπαίδευση στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αν θέλουμε να αλλάξουμε προς το καλύτερο, δεν αρκεί να είμαστε ενημερωμένοι, αλλά να ενδιαφερόμαστε για τους γύρω μας και να δρούμε. Χρειάζεται να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας και όταν ακούμε ή βλέπουμε να συμβαίνει ένα περιστατικό δίπλα μας, πρέπει να το καταγγέλλουμε».
Η έρευνα, που διεξήχθη μεταξύ Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2018, βασίστηκε στα πορίσματα 38 συνεντεύξεων με αρμόδια στελέχη τουλάχιστον 25 εξειδικευμένων φορέων του Δημοσίου και της κοινωνίας των πολιτών σε Αθήνα και Πειραιά.
Οι επαγγελματίες που έλαβαν μέρος διαχειρίζονται περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και διαπιστώνουν ότι τόσο οι άμεσα εμπλεκόμενοι όσο και η ευρύτερη κοινωνία αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας ως παραβατική συμπεριφορά, η οποία μάλιστα διώκεται ποινικά, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί ένα θέμα «ταμπού» που σπάνια βρίσκει κάποιος το κουράγιο να καταγγείλει, με αποτέλεσμα τα περιστατικά που φτάνουν στις Αρχές να αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου.

Η ένοχη σιωπή

Οι λόγοι; Δεν είναι μόνο ο φόβος και η απειλή, αλλά το γεγονός ότι σχεδόν πάντα ο θύτης είναι ένα αγαπημένο πρόσωπο, ο συναισθηματικός εκβιασμός, τα έμφυλα στερεότυπα, η έλλειψη υποστήριξης, συναισθήματα ντροπής και ενοχής -«τι θα πει ο κόσμος»-, η αβεβαιότητα για το μέλλον, κυρίως όταν το θύμα δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητο, κι ακόμη η έλλειψη είτε ενημέρωσης για τις διαθέσιμες κοινωνικές υπηρεσίες είτε επίγνωσης του τι συνιστά βία και τι όχι: Είναι κοινωνικά αποδεκτό ένα χαστούκι; Αν πρόκειται για καθημερινή πρακτική; Αν αφορά τους μετακινούμενους πληθυσμούς και πρόκειται για διαδεδομένες συμπεριφορές στις χώρες προέλευσης;
Πολλές φορές επηρεάζει το γεγονός ότι αποδέκτης των καταγγελιών είναι η αστυνομία, όχι μόνο γιατί στελεχώνεται κυρίως από απρόθυμους άντρες, αλλά επειδή ανάμεσα στα θύματα μπορεί να υπάρχουν μετανάστριες χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, οπότε διακυβεύονται περισσότερα από την κακοποίησή τους σε περίπτωση καταγγελίας...
Από την άλλη, διαπιστώνεται και η διστακτικότητα όσων γίνονται μάρτυρες τέτοιων περιστατικών να τα γνωστοποιήσουν στις Αρχές είτε επειδή μπορεί να θεωρηθούν «αδιάκριτοι», είτε γιατί αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν και να παραδεχτούν την κατάσταση, είτε γιατί φοβούνται, είτε γιατί δεν γνωρίζουν πού να απευθυνθούν.
Ακόμη όμως και «υπάλληλοι σε κρατικούς θεσμούς που έρχονται σε άμεση επαφή με θύματα ενδοοικογενειακής βίας, όπως νοσοκομεία και σχολεία, μπορεί να αγνοήσουν υποψίες βίας –π.χ. να αποφύγουν να διερευνήσουν περαιτέρω την προέλευση των τραυμάτων των ασθενών ή αντικοινωνικές συμπεριφορές μαθητών– πιθανώς λόγω φόρτου εργασίας ή επειδή φοβούνται πως «θα μπλέξουν» ή, ειδικά σε περιπτώσεις παιδιών, επειδή δεν πιστεύουν ότι η παρέμβασή τους θα έχει όντως θετικό αντίκτυπο.
Οπως εξηγεί ένας εκπαιδευτικός: «Το θέμα είναι πως στην ελληνική κουλτούρα, ακόμα η οικογένεια είναι πολύ ψηλά, θεωρούμε μια κακή οικογένεια -όσο κακή και αν είναι- καλύτερη από οποιοδήποτε ίδρυμα...» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έρευνα.
Η έρευνα επιβεβαιώνει και από τις συνεντεύξεις με τους ειδικούς ότι δεν υπάρχει ένα γενικό προφίλ ταξινόμησης των οικογενειών όπου μπορεί να εκδηλωθεί η βία, ούτε των θυμάτων ούτε των θυτών και πως, παρά το γεγονός ότι δεν καταγγέλλεται, η έμφυλη βία αποτελεί σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα.
Εκτός από την κ. Μουρτζάκη, στην έρευνα συμμετείχαν οι: Κατερίνα Γλυνιαδάκη, υποψήφια διδάκτωρ Ψυχολογίας του London School of Economics, και Αννα Κυριαζή, διδάκτωρ Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών του Ευρωπαϊκoύ Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας (EUI).

Η ενδοοικογενειακή βία σε αριθμούς

Manic Quirk
Η έρευνα δεν αποτυπώνει απλά τις γνώσεις ενός μεγάλου εύρους επαγγελματιών με πολυετή πείρα στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, αναλύοντας τόσο τις αιτίες όσο και τις πρακτικές αντιμετώπισης, αλλά καταγράφει και τα στοιχεία για την έκταση του φαινομένου από τους αρμόδιους φορείς. Εντάσσει ακόμη στην ενδοοικογενειακή βία και τις προεκτάσεις της, όπως είναι η κακοποίηση των παιδιών.
  Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.) από το 2014 μέχρι και το 2017 αναφέρθηκαν περισσότερα από 13.700 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, με τις γυναίκες να αποτελούν περίπου το 70% των θυμάτων.
  Μπορεί ο ένας στους τέσσερις κατοίκους στην Ελλάδα να γνωρίζουν ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας στη γειτονιά τους, ωστόσο πάνω από οχτώ στους δέκα δεν θεωρούν την ενδοοικογενειακή βία συνηθισμένο πρόβλημα (Eurobarometer, 2016).
  Βάσει των πιο πρόσφατων στατιστικών της Ε.Ε., μία στις τέσσερις Ελληνίδες άνω των 15 έχει βιώσει σωματική ή σεξουαλική βία τουλάχιστον μία φορά στη ζωή της, ενώ το κόστος της έμφυλης βίας για τη χώρα (απώλεια οικονομικής παραγωγής, χρήση υπηρεσιών και προσωπικό κόστος) ανέρχεται στα 5 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο (European Institute for Gender Equality, 2017).
  Από τα δεδομένα των θυμάτων που κάλεσαν τη γραμμή SOS της Γενικής Γραμματείας Ισότητας (ΓΓΙΦ) από τον Νοέμβριο του 2016 ώς τον Νοέμβριο του 2017, πρόκειται ως επί το πλείστον για Ελληνίδες (87%), που ανήκουν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, μορφωτικά επίπεδα και εργασιακές καταστάσεις. Αντίστοιχα, και οι δράστες προέρχονται από ποικίλα δημογραφικά και κοινωνικο-οικονομικά υπόβαθρα, όπως δείχνει πρόσφατη μελέτη της ΓΓΙΦ, ενώ ως τάση ηλικιακά, η πλειονότητα των δραστών, περίπου στο 70%, είναι μεταξύ 35 και 54 ετών.
  Ενα από τα στοιχεία που επανέρχεται από έρευνα σε έρευνα είναι πως η προηγούμενη έκθεση σε βία είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά και των Ελλήνων δραστών, καθώς παρατηρείται σχεδόν σε μία από τις δύο περιπτώσεις σε ποσοστό 46,3% (ΓΓΙΦ, 2018), φωτίζοντας έναν από τους βασικούς μηχανισμούς διαιώνισης της βίας και υπενθυμίζοντας την ανάγκη να σταματά όσο το δυνατόν νωρίτερα ο κύκλος της βίας.

Η βία σε καιρό κρίσης

«Σχετικά με την ενδεχόμενη επίδραση της οικονομικής κρίσης στην αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, μια τέτοια σχέση δεν μπορεί ούτε να επιβεβαιωθεί αλλά ούτε να διαψευσθεί, αφού δεν υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα επίσημα στοιχεία» αναφέρει επί λέξει η έρευνα. Οι λόγοι;
  Η πρώτη και μοναδική πανελλαδική επιδημιολογική μελέτη για την ενδοοικογενειακή βία εκπονήθηκε προ κρίσης, το 2003, και καθώς δεν επαναλήφθηκε παρόμοια μελέτη δεν μπορεί να γίνει σύγκριση.
  Τα στοιχεία από τη γραμμή SOS της Γενικής Γραμματείας Ισότητας ξεκινάνε την περίοδο 2011-2012, στην καρδιά της κρίσης, χωρίς να μπορούν να συγκριθούν με την προ κρίσης εποχή. Πάντως μεταξύ 2011-2012 έγιναν 2.448 κλήσεις που αφορούσαν ενδοοικογενειακή βία, σε σύγκριση με 2.432 αντίστοιχες κλήσεις για το 2016-2017.
  Επιπλέον, εστιάζοντας στο προφίλ των δραστών, οι ερευνήτριες παρατηρούν ότι κάτω από 10% ήταν άνεργοι ή αδρανείς/άεργοι, το οποίο είναι σημαντικά χαμηλότερο συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό των Ελλήνων αντρών για την ίδια περίοδο, που κυμάνθηκε από 23,1% έως 16,8% από το 2012 ώς το 2017 (Labour Force Survey, 2017).
  Παρατηρείται ακόμη, σύμφωνα και με την πρόσφατη μελέτη της ΓΓΙΦ, ότι είναι μάλλον η ανεργία των θυμάτων που μετράει περισσότερο σε μια βίαιη σχέση ή περισσότερο στη συνέχισή της, καθώς το 37,7% των γυναικών-θυμάτων που έλαβαν μέρος στην έρευνα ήταν άνεργες, ποσοστό αντίστοιχο με εκείνο των γυναικών που κάλεσαν τη Γραμμή SOS της Γενικής Γραμματείας κατά την περίοδο 2016-2017: 28% ήταν άνεργες ή ανενεργές, σε σύγκριση με 22% που ήταν απασχολούμενες. Στοιχεία που οδηγούν στη διαπίστωση ότι «οι γυναίκες, λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν έχασαν μόνο την οικονομική τους δύναμη, αλλά και τη δυνατότητα να μένουν μακριά από βίαιους συντρόφους».
  Για τον ρόλο της κρίσης σημειώνεται ακόμη πως «φαίνεται να ανέκοψε την ανοδική πορεία προς την ισότητα των φύλων για την Ελλάδα», καθώς η χώρα μας κατατάσσεται στην τελευταία θέση για την ισότητα των φύλων μεταξύ των 28 κρατών-μελών για το 2017 (ΕΙGΕ, 2017).
  #MeToo: Σύμφωνα με ευρωπαϊκές μελέτες 21,3% των Ελληνίδων βιώνουν περιστατικά σωματικής ή σεξουαλικής βίας χωρίς να το αναφέρουν, ποσοστό που είναι κατά 10 μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (EIGE, 2017).
! Η Γενική Γραμματεία Ισότητας Φύλου διατηρεί 21 ξενώνες, 40 συμβουλευτικά κέντρα και τη Γραμμή SOS 15900. Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο σποτ της για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών του 2018, περίπου 25.000 γυναίκες έχουν αναζητήσει βοήθεια στους ξενώνες και στα συμβουλευτικά κέντρα της και 36.000 γυναίκες έχουν τηλεφωνήσει στη γραμμή SOS.                                           efsyn.gr