«Δεν έχω Ζηλέψει Ποτέ Αυτούς που Έχουν Σπίτι» - Ένα 24ωρο με Έναν Άστεγο στη Χαλκίδα

Κάθε φορά που οικτίρουμε τον εαυτό μας για τα 40, τα 70 ή τα 200 τετραγωνικά μέσα στα οποία θα ορθώσουμε τείχη στην πανδημία, ας σκεφτούμε πως εκεί έξω υπάρχει ο Στράτος. Ο Στράτος, που όλα του τα υπάρχοντα χωράνε σε ένα σακίδιο πλάτης, όλη του η κληρονομιά σε ένα καμαράκι πέντε τετραγωνικών. Ο Στράτος και ο κάθε Στράτος του αυτού του κόσμου.
Σπόρος μιας Σμυρνιάς και ενός Ευβοιώτη. Από τα τέσσερά του, παίρνει παραμάζωμα τη χώρα. Όχι για τίποτα διακοπές, αλλά ως τρόφιμος σε διάφορα οικοτροφεία. Αρτάκη, Ρόδος, Βόλος, Κρήτη.
Στα 16 του βγάζει φυλλάδιο για τα καράβια. Ινδικός, Ατλαντικός, Ειρηνικός. Δεν φοβήθηκε τους ωκεανούς ο Στράτος, σιγά μη φοβηθεί τους δρόμους. Πρώτη φορά τον είδα πριν από περίπου έναν χρόνο. Είχε στήσει τη σκηνή του ανάμεσα σε κάτι θάμνους, στο άλσος που βρίσκεται λίγα μέτρα από στο σπίτι μου. Ολιγομίλητος, με μια σπάνια ευγένεια και διακριτικότητα - όχι για «άνθρωπο του δρόμου», όπως λένε, αλλά για άνθρωπο, καθώς όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι. Έναν μήνα αργότερα, η σκηνή «απαλλοτριώνεται» και ο Στράτος χάνεται στην πόλη. Τον συναντώ πάλι την περασμένη Παρασκευή, δίπλα από ένα περίπτερο. Εκεί, πιάνει στασίδι κάθε πρωί και μπλέκεται με τους εργαζομένους, που φεύγουν με τα λεωφορεία για τη βιομηχανική ζώνη των Οινοφύτων. Τριάντα χρόνια πριν, σε ένα εργατικό ατύχημα είχε χάσει τρία από τα δάκτυλα του δεξιού του χεριού.
Είναι οκτώ το πρωί. Ο Στράτος έχει σηκωθεί λίγο πριν από τις επτά. Σαν να υπακούει μηχανικά στους νόμους της φύσης, ξυπνάει πάντα με την ανατολή του ηλίου. Κοιμάται πάντα με τη δύση. Για αυτόν τον μήνα, κάθε μέρα του Στράτου θα έχει κάτι παραπάνω από 12 ώρες. Όσο ο ήλιος θα «βασιλεύει». Τις υπόλοιπες ώρες «κρύβεται» στο καμαράκι του, μιας και το κρύο ακόμα περονιάζει. «Έλα, πάμε», μου λέει και με οδηγεί μέσα από έναν σιδερένιο λαβύρινθο -αλήθεια γιατί τόσα κάγκελα σε ένα πάρκο;- σε ένα παλιό γήπεδο τένις, που βρίσκεται πίσω από το «σπίτι» του. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ατιμωτικό, από το να ρωτήσεις έναν άνθρωπο χωρίς εστία «πως βρέθηκες εδώ;». Για έναν και μόνο λόγο: Το ενδεχόμενο να τον θέσεις αντιμέτωπο με όσα προσπαθεί να ξεχάσει.
«Κύριε Θοδωρή, εδώ είναι το σπίτι μου. Εδώ βρίσκω την ησυχία μου. Δεν έχω τις ανέσεις, αλλά έχω μεγάλο κήπο. Σκιά από τη λεύκα. Κάθε βράδυ, ένα έτσι να κάνω, βλέπω τα αστέρια. Δεν τα μπορώ τα διαμερίσματα, κύριε Θοδωρή. Αποπροσανατολίζομαι. Δεν ξέρω πού πατάω και πού βρίσκομαι». Τα νέα για την πανδημία τα μαθαίνει από ένα μικρό ραδιόφωνο και όσα προλαβαίνει να εκμαιεύσει από τους αγουροξυπνημένους εργάτες, λίγο πριν αναχωρήσουν για τα εργοστάσια. Από τους ανθρώπους που τον γνωρίζουν. Είναι αγαπητός ο Στράτος. Στο σούπερ μάρκετ προχθές του έδωσαν μια μάσκα, ζητώντας του να τη φοράει κάθε φορά που πηγαίνει για ψώνια. Για όσα τρόφιμα και αναλώσιμα του επιτρέπει η αναπηρική σύνταξη που παίρνει.
Τα περιοριστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί λόγω της πανδημίας, έχουν διαταράξει σε ένα βαθμό τη συνήθεια του να περιπλανιέται στην πόλη. Λίγα τετράγωνα πλέον και πίσω στο πάρκο. Από ποιο κινητό να στείλει μήνυμα για τις μετακινήσεις του; Ποτέ δεν είχε στην κατοχή του τηλέφωνο. Ποιο γραπτό σημείωμα να συμπληρώσει; Τα ρούχα, τα τετράδιά και τα σκεπάσματα του, έχουν ποτίσει από τις τελευταίες βροχές. Ο Στράτος ήταν πάντα μόνος. Τον τελευταίο μήνα, όσο εμείς «Μένουμε Σπίτι», είναι περισσότερο. Αυτό, όμως, δεν τον τρομάζει. Του λέω για τα πρόστιμα που επέβαλλαν στους άστεγους στην Θεσσαλονίκη. Οι περισσότεροι αστυνομικοί στην πόλη τον γνωρίζουν. Το δόγμα του απλό: «Κάθε φορά που τους βλέπεις, να αλλάζεις στενό. Όχι πως έχουμε τίποτα να κρύψουμε, αλλά δεν έχουμε χρόνο να χάσουμε».
Περπατάμε στην πόλη, τηρώντας απόσταση δυο μέτρων. Κάθε τόσο σταματάει και πιάνει το δεξί του γόνατο. Είναι πενήντα εννιά ετών. Χέρι για φαγητό δεν δέχεται να απλώσει. Ειδικά προς την εκκλησία. «Δεν κάνω διαφήμιση σε κανέναν για ένα κομμάτι ψωμί». Μοιράζει τα τσιγάρα του σε έναν ηλικιωμένο που συναντάμε στο δρόμο. Κοστίζει ένα ευρώ το πακέτο με τα δέκα γιατί, «ίσως σκέφτηκαν εμάς». Η μνήμη του έχει ατονήσει, λέει, καθώς εξερευνούμε τη σχεδόν έρημη πόλη. Θυμάται λίγα γεγονότα. Ένα βατραχάκι «που το ζούλαγες και έκανε θόρυβο», δώρο Χριστουγέννων όταν ήταν εννιά ή δέκα. Τις παιδικές κατασκηνώσεις. Συνέχεια να τρέχει. Τις μπουνάτσες στον ωκεανό. Τα αεροπλάνα στην Ιαπωνία. Για κάποια πράγματα το θυμικό του είναι πιο δυνατό. Ξέρει τα σκυλιά με τα ονόματά τους. Τον Απόλλωνα, τον Φρίξο.         
Πηγαίνουμε στο φαρμακείο, στο σούπερ μάρκετ. Φάρμακα, φασόλια, ψωμί και λίγες φέτες ζαμπόν για σήμερα. Είναι τέσσερις το μεσημέρι. «Κύριε Θοδωρή, να σας ζητήσω μια χάρη; Μπορώ να μείνω μια ώρα μόνος μου; Θα με περιμένετε στο πάρκο;». Η μοναξιά είναι σαν πανωφόρι για τον Στράτο. Βρισκόμαστε πάλι μετά από λίγη ώρα. «Ελπίζω να με καταλαβαίνετε, κύριε Θοδωρή».
Πιάνουμε την κουβέντα, καθώς σκορπάει μικρά κομματάκια για να φάνε τα πουλιά από το ψωμί που του περίσσεψε. Περλ Χάρμπορ, δίδυμοι πύργοι, η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης στη Ρωσία. Μαθαίνω τι είναι το κομοδέσιο (στα βαπορίσια: ο στεγασμένος χώρος, η υπερκατασκευή του πλοίου που προορίζεται για τη διαμονή πληρώματος και επιβατών), για την Πάτρα που έχει όμορφα και προσεγμένα μαγαζιά. Η ώρα περνάει. Ο υπαίθριος πωλητής μαζεύει τα καφάσια με τα φρούτα. Σε δυόμιση περίπου ώρες τελειώνει και η απογευματινή βάρδια στα εργοστάσια.
«Κύριε Θοδωρή, θέλω να το θυμάστε αυτό, άμα θέλετε να το γράψετε. Δεν έχω ζηλέψει ποτέ αυτούς που έχουν σπίτι. Έχω φάει αβγά με μπέικον, έχω πιει καφέ σε σαλόνι. Έχω ζήσει σε σπίτι. Δεν μου λείπει, δεν σας ζηλεύω». Σηκώνεται. Ο ήλιος δύει. Φεύγουν και οι τελευταίοι άνθρωποι από το πάρκο. Κάτι ζευγαράκια τρέχουν ακόμα. Μια ηλικιωμένη με τον σκύλο της. Κωδικός νούμερο έξι. Σωματική άσκηση σε εξωτερικό χώρο ή κίνηση με κατοικίδιο ζώο, ατομικά ή ανά δύο άτομα, τηρώντας στην τελευταία αυτή περίπτωση την αναγκαία απόσταση ενάμιση μέτρου.
Ο Στράτος επιστρέφει στο καμαράκι του, αυτά τα πέντε τετραγωνικά. Μέχρι το επόμενο πρωί. Μαζεύω την κάμερα. Τον χαιρετάω και φεύγω για το σπίτι μου. Είναι μια παλιά μονοκατοικία. Έχει δυο λεμονιές και έναν φράχτη από φυτά. Ξεμυτίζουν κάτι μικρά τριαντάφυλλα. Για να δω τα αστέρια το βράδυ, πρέπει να βγω στην αυλή. Ο Στράτος, πάλι, αρκεί να κάνει το κεφάλι του έτσι. Να παραμερίσει μια κουβέρτα που έχει για παραβάν.          www.vice.com