Η ακρίβεια «ευνοεί» την ιδιωτική ετικέτα

Η ακρίβεια «πριμοδοτεί» τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία ήδη διευρύνουν την παρουσία τους στο καλάθι της νοικοκυράς, με έναν στους δύο καταναλωτές να δηλώνει ότι επιλέγει περισσότερους PL κωδικούς σε σχέση με δύο χρόνια πριν. Οι επιπτώσεις της πανδημίας στα εισοδήματα σε συνδυασμό με το σφοδρό κύμα ανατιμήσεων στο ράφι,

απόρροια της ενεργειακής κρίσης και του «ράλι» των τιμών σε πρώτες ύλες, στρέφουν τους καταναλωτές σε φθηνότερες επιλογές, «σκληραίνοντας» τους όρους του παιχνιδιού για τα επώνυμα είδη.

Ειδικότερα, στο πλαίσιο σχετικής πανελλαδικής έρευνας που πραγματοποίησε το διάστημα 11-15/2/2022 η Ierax Analytix προκύπτει ότι το 46% αγοράζει περισσότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας σε σχέση με δύο χρόνια πριν και το 33% εκτιμά πως θα συνεχίζει να αγοράζει περισσότερα στο μέλλον, εξέλιξη που -σύμφωνα με τους αναλυτές- αποτελεί δείγμα της πίεσης στους μισθούς εξαιτίας της πανδημίας, αλλά και του έντονου πληθωριστικού κύματος, που επηρεάζει το εισόδημα των καταναλωτών.

Αξίζει να επισημανθεί ότι 85% των καταναλωτών δηλώνει πως τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι φθηνότερα από τις επώνυμες μάρκες, με το 70% να δηλώνει πως τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, ένας στους δύο (52%) εξακολουθεί να τα θεωρεί κατώτερα σε ποιότητα από τα επώνυμα brands.

Αναφορικά με τη δυναμική των κατηγοριών PL στο καλάθι, η έρευνα υποδεικνύει ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που οι καταναλωτές αγοράζουν πιο συχνά αφορούν τα τρόφιμα μακράς διάρκειας (45%), τα καθαριστικά (43%) και τα γαλακτοκομικά (37%). Στον αντίποδα, στις τελευταίες θέσεις είναι τα ποτά και τα αναψυκτικά, γεγονός που υποδεικνύει την πιστότητα των καταναλωτών στη γεύση των επωνύμων και κατ’ επέκταση «εξηγεί» και το περιορισμένο κωδικολόγιο PL στις κατηγορίες αυτές στα εγχώρια ράφια.

Σχολιάζοντας ο ιδρυτής της Ierax Analytix Χάρης Λαλάτσης, μιλώντας στη «Ν», αναφέρει: «Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας γνώρισαν μεγάλη αύξηση στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και κατάφεραν σχεδόν να τριπλασιάσουν τα μερίδιά τους. Οι καταναλωτές είδαν το εισόδημα τους να μειώνεται απότομα και αναζήτησαν φθηνότερες εναλλακτικές. Έτσι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας άγγιξαν και το 30% πρόσφατα, ενώ πριν από το 2010 ήταν σε μονοψήφιο ποσοστό. Φυσικά αυτό δεν ισχύει σε όλες τις κατηγορίες προϊόντων, καθώς οι καταναλωτές δείχνουν να επιλέγουν εντονότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας “χαμηλού ρίσκου”, όπως καθαριστικά σπιτιού, κονσέρβες, ζυμαρικά, ρύζι και συγκεκριμένα γαλακτοκομικά. Η πρόκληση για τα επώνυμα brands είναι μεγάλη, καθώς θα πρέπει να κερδίσουν τους καταναλωτές στα συστατικά, στη συσκευασία, στη διαφήμιση και στις προσφορές, παρά στην τιμή ανά κιλό, όπου τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι σχεδόν αχτύπητα. Ο χρόνος θα δείξει αν η τάση θα αναστραφεί ή αν θα δούμε περισσότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας στα ράφια των σούπερ μάρκετ».

Πάντως, όσο διαρκεί η έντονη πληθωριστική συγκυρία τα επίπεδα ευελιξίας των παραγωγών επώνυμων κωδικών σε ό,τι αφορά την τιμολογιακή πολιτική παραμένουν ασφυκτικά, με τη βιομηχανία να καλείται να λύσει ιδιαίτερα πολύπλοκες εξισώσεις, προκειμένου τα brands να διατηρήσουν την πιστότητα των καταναλωτών.

Δύο τύποι προσφορών

Σύμφωνα με τον Γεώργιο Μπάλτα, καθηγητή του Τμήματος Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, «στην ελληνική αγορά βλέπουμε προσφορές που παρουσιάζονται συχνά με μορφή έκπτωσης τιμής (μείον 50%) ή με μορφή δωρεάν ποσότητας (δύο τεμάχια στην τιμή του ενός). Με βάση την κλασική οικονομική ανάλυση, η προσφορά που οδηγεί σε απλή χρηματική έκπτωση είναι περισσότερο συμφέρουσα για τον καταναλωτή από μία ισοδύναμη προσφορά που οδηγεί σε περισσότερο προϊόν. Η απλή χρηματική έκπτωση αυξάνει το πραγματικό εισόδημα του καταναλωτή, διότι αντιστοιχεί σε καθαρή μείωση της λιανικής τιμής του προϊόντος».                             Δανάης Αλεξάκη       www.naftemporiki.gr/