Τα κερδοσκοπικά κόλπα των βιομηχανιών σε βάρος παραγωγών και καταναλωτών ελαιόλαδου από το χωράφι στο ράφι...
Και οι βιομηχανίες είναι αυτές οι οποίες πιέζουν να σταματήσει η διακίνηση του τενεκέ γιατί πολύ απλά η τιμή του χύμα ελαιόλαδου είναι χαμηλότερη από αυτή της λιανικής των καταστημάτων.
Προκειμένου μάλιστα οι βιομηχανίες να έχουν δικαιολογίες να κερδοσκοπούν, έκαναν στην συντριπτική τους πλειοψηφία φέτος το αμίμητο, να μην βγάλουν φέτος στην αγορά συσκευασίες αγουρέλαιου όπου θα ήταν φως φανάρι η κερδοσκοπία.
Το ράφι
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Κάνοντας μια μικρή δειγματοληψία τιμών στη Σκλαβενίτης ενδεικτικά αναφέρουμε το 1 λίτρο λάδι έξτρα Παρθένο MOLON LAVE πωλείται προς 8,75 ευρώ και η συσκευασία των 4 λίτρων (έχει εξαφανιστεί από τα super markets των 5 λίτρων) έναντι 7,43 ευρώ το λίτρο.
Το έξτρα παρθένο ποικιλία Κορωνέικη της Μινέρβα πωλείται σε προσφορά 10,38 ευρώ το λίτρο από 14,48 ευρώ αρχική τιμή και τα 4 λίτρα προς 10,23 ευρώ το λίτρο από 14,33 ευρώ.
Το έξτρα Παρθένο Αλτις πωλείται προς 10,05 ευρώ το λίτρο.
Μας σερβίρουν υποβαθμισμένο λάδι;
Οι εταιρίες ισχυρίζονται ότι έχουν αποθέματα αλλά το ερώτημα είναι πόσα αποθέματα μπορεί να έχουν όταν πέρυσι τα αποθέματα ελαιολάδου παγκοσμίως βρέθηκαν σε ιστορικά χαμηλά. Αλλά ακόμα και αν δεχτούμε ότι έχουν αποθέματα ουσιαστικά είναι σαν να δεχόμαστε ότι προωθούν στον καταναλωτή περυσινό λάδι το οποίο δεν έχει τα ίδια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά με το φρέσκο.
Άλλωστε είναι γνωστό ότι το καλό ελαιόλαδο έχει ένα χρόνο ζωής. Μετά αρχίζει να χάνει τις βιταμίνες και τα θρεπτικά του συστατικά αλλά και το άρωμα και την υφή του. Επίσης σύμφωνα με τους κανονισμούς, η διάρκεια ζωής του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου είναι μέγιστη 18 μήνες.
Δεδομένου ότι η παραγωγή ξεκινά στα τέλη Σεπτεμβρίου σε ορισμένες περιοχές και ο μεγάλος όγκος ελαιόλαδου παράγεται το αργότερο το Δεκέμβριο τότε τα περίφημα αποθέματα που λένε ότι έχουν οι βιομηχανίες θα πρέπει να λήγουν το αργότερο τον επόμενο Ιούνιο και κάποια να είναι ήδη ληγμένα δηλαδή υποβαθμισμένης ποιότητας.
Τα παραπάνω στοιχεία καθιστούν προφανές ότι οι ισχυρισμοί των βιομηχανιών δεν στέκουν. Και τα ερωτηματικά μεγαλώνουν αν δούμε την εξέλιξη των τιμών παραγωγού.
Η τιμή στο χωράφι και τα κόλπα
Φέτος τα πρώτα ελαιόλαδα και μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου πωλήθηκαν από τον παραγωγό περί 6,5 ευρώ το κιλό έως τις αρχές Νοεμβρίου και μετά ήλθε η κατρακύλα για να έχουμε το πρώτο δίμηνο του έτους τιμές μεταξύ 4,3 ευρώ και 4,8 ευρώ το κιλό. Και αυτές οι τιμές δεν αφορούν γενικώς έξτρα παρθένο ελαιόλαδο το οποίο μπορεί να έχει οξύτητα έως 0,8 αλλά ελαιόλαδο με οξύτητα μεταξύ 0,15 και 0,3.
Ας δούμε όμως τι σημαίνουν τα παραπάνω. Πρώτο οι παραγωγοί πωλούν με το κιλό και οι βιομηχανίες με το λίτρο. Αυτό σημαίνει οι τιμές που βλέπουμε στο supermarket είναι για 915 γραμμάρια ελαιόλαδου και όχι για 1000 γραμμάρια. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν το λίτρο πωλείται προς 10 ευρώ η τιμή πώλησης του κιλού είναι 10,93 ευρώ. Αν ξεκινήσουμε όμως από την πηγή αν υποθέσουμε ότι ο έμπορος αγοράζει με 5 ευρώ το κιλό από τον παραγωγό στην ουσία πληρώνει 4,58 ευρώ το λίτρο. Έτσι το φετινό λάδι αν υποθέσουμε ότι πληρώθηκε 6,5 ευρώ το κιλό η τιμή σε λίτρα είναι 5,95 ευρώ.
Και σήμερα τα ελαιόλαδα τα έξτρα παρθένα πωλούνται από 8,75 ευρώ μέχρι 14,48 ευρώ. Δηλαδή από το χωράφι στο ράφι φτάνει ακόμα και σε υπερδιπλάσια τιμή ενώ το κόστος συσκευασίας και φιλτραρίσματος είναι πολύ χαμηλό.
Της …αναμείξεως
Όμως αυτό είναι ένα κομμάτι. Το άλλο έχει να κάνει με την ποιότητα του ελαιολάδου. Προηγουμένως αναφερθήκαμε στην τιμή παραγωγού για οξύτητες που κυμαίνονται από 0,15 έως 0,3. Όμως στον καταναλωτή τέτοιες οξύτητες δεν φτάνουν και παρακαλούνται οι μεγάλες βιομηχανίες να μας πουν ποιο από τα προϊόντα τους έχει τέτοιες οξύτητες. Τι συμβαίνει λοιπόν;
Γίνεται απλά ανάμειξη με έξτρα παρθένα ελαιόλαδα που έχουν 0,8 οξύτητα ή και με παρθένα που έχουν μεγαλύτερη οξύτητα στο βαθμό ώστε να τηρούνται οι ελάχιστες προδιαγραφές του έξτρα παρθένου ελαιολάδου. Σημειωτέον ότι ελάχιστες βιομηχανίες κάνουν χρήση της προαιρετικής δυνατότητας αναγραφής οξύτητας.
Ο ευρωπαϊκός κανονισμός 2568/91 προβλέπει ότι η ένδειξη της οξύτητας ή της ανώτατης οξύτητας μπορεί να αναγράφεται μόνον αν συνοδεύεται από την ένδειξη, με χαρακτήρες του ιδίου μεγέθους και στο ίδιο οπτικό πεδίο, του δείκτη υπεροξειδίων, της περιεκτικότητας σε κηρούς και της απορρόφησης στο υπεριώδες φως. Και το γεγονός ότι δεν αναγράφεται η οξύτητα αποτελεί έμμεση επιβεβαίωση της ανάμειξης.
Η ανάμειξη έχει ως στόχο το κέρδος καθώς τα ελαιόλαδα υψηλότερης οξύτητας έχουν και χαμηλότερη τιμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τιμή του παρθένου ελαιολάδου που έχει οξύτητα από 0,9 έως και 2 βαθμούς σήμερα κυμαίνεται από 2 ευρώ το κιλό (για παρθένο ελαιόλαδο με οξύτητα 2 βαθμών) έως και 3,6 ευρώ το κιλό για ελαιόλαδο οξύτητας 0,9 βαθμών. Από την άλλη το ελαιόλαδο οξύτητας κάτω των 0,3 βαθμών κινείται μεταξύ 4,1 και 4,8 ευρώ το κιλό.
Από τα παραπάνω καθίσταται αντιληπτό ότι μπορεί ένας καταναλωτής να αγοράσει από το super market σήμερα έξτρα παρθένο ελαιόλαδο έναντι 10 και 12 ευρώ το λίτρο το οποίο έχει κοστίσει στη βιομηχανία μαζί με το κόστος συσκευασίας, αναλύσεων, προώθησης και μεταφοράς λιγότερο από 5 ευρώ το λίτρο.
Αν αυτό δεν είναι άγρια κερδοσκοπία τότε τι είναι;
Διαμορφώνουν και τη ζήτηση
Η κερδοσκοπία αυτή έχει και μια άλλη σκοπιμότητα. Να κρατηθεί η ζήτηση σε χαμηλά επίπεδα και κατά συνέπεια οι τιμές παραγωγού. Ουσιαστικά οι βιομηχανίες με τις πρακτικές που εφαρμόζουν παίζουν με την προσφορά και ζήτηση και ουσιαστικά διαμορφώνουν τη ζήτηση επηρεάζοντας με αυτό τον τρόπο τις τιμές.
Το ερώτημα βεβαίως είναι αν υπάρχει τελικά έλεγχος. Και η απάντηση είναι όχι.
Το Υπουργείο Ανάπτυξης ασχολείται με τις μεταβολές των περιθωρίων κέρδους και άλλες τυπικότητες αντί με την Επιτροπή Ανταγωνισμού να ελέγξουν σε βάθος την αγορά και να πατάξουν την κερδοσκοπία σε βάρος και των παραγωγών και των καταναλωτών.
Σημειώνεται ότι οι παραγωγοί επιδοτούνται με πολύ περιορισμένα ποσά για να κρατηθεί η τιμή σε χαμηλότερα επίπεδα αλλά και αυτή η επιδότηση ροκανίζεται έμμεσα από τις βιομηχανίες ή από τους αετονύχηδες που έχουν στήσει φάμπρικες λήψης παράνομων επιδοτήσεων με την άδεια του ΟΠΕΚΕΠΕ και του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Νίκος Καρούτζος
www.bankingnews.gr