Συνομιλία με έναν γείτονα...

Τον βλέπω, εδώ και τρεις μήνες, κάθε πρωί στο απέναντι μπαλκόνι να κάνει για λίγη ώρα γυμναστική· παίρνει το πρωινό του, έναν...

καφέ απ’ ό,τι μπορώ να διακρίνω, και στη συνέχεια βγάζει για πέντε λεπτά τον σκύλο του στο πάρκο που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τις πολυκατοικίες μας.

Καλοβαλμένος, αθλητικός, γύρω στα πενήντα με εξήντα. Πάντα καλοντυμένος και φρεσκοξυρισμένος. Λέμε μια καλημέρα από μακριά -ανταλλάσσουμε στην ουσία ένα χαμόγελο. Επιστρέφει γύρω στις πέντε το απόγευμα, ώρα που ετοιμάζομαι να φύγω για την εφημερίδα.

Βρεθήκαμε χτες στο παρκάκι αναζητώντας λίγη δροσιά, γύρω στις τρεις το απομεσήμερο. Καθόμαστε στο ίδιο παγκάκι και αρχίζουμε τα εθιμοτυπικά. Κομμάτι περίεργος τον ερωτώ για την ώρα: «Σχολάσατε νωρίτερα σήμερα;» Δεν απαντά αμέσως. «Ενιωσα μια μικρή αδιαθεσία -μου λέει χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια- και ζήτησα να φύγω, απλώς».

«Νιώθετε καλύτερα τώρα;» «Ναι, ναι, πολύ καλύτερα, ευχαριστώ». Δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον όταν τον πληροφορώ πού εργάζομαι· κάτι είχε ακούσει για την ύπαρξη της εφημερίδας αλλά ώς εκεί -ενημερώνεται από το διαδίκτυο, δεν έχει και πολύ χρόνο, έχει χρόνια να διαβάσει εφημερίδα και λοιπά.

Το ενδιαφέρον του μεγαλώνει όταν του λέω ότι είμαστε συνεταιριστική εφημερίδα και ζητάει με ειλικρίνεια περισσότερες πληροφορίες. Ο ίδιος εργάζεται σε μια εταιρεία εισαγωγής τροφίμων, κάτι τέτοιο, δεν πολυκατάλαβα. Είκοσι οχτώ χρόνια χωρίς να έχει αρρωστήσει ποτέ του, αλλά «μη νομίζετε ότι μου έχει βγεί σε καλό αυτό».

Σοβαρός άνθρωπος. Διαζευγμένος με δύο παιδια, ένα στο Λύκειο και το άλλο στο Πανεπιστήμιο, αλλά τους τελευταίους μήνες ζει μόνος του και δεν τα βλέπει όπως θα επιθυμούσε. «Ε, τα ’χει αυτά η ζωή», μου ξεφεύγει ο μιμητισμός της παρηγορητικής κοινοτοπίας. «Ναι, δεν λέω, στον καθένα μπορεί να συμβεί» απαντά συγκαταβατικά.

Σηκώνεται κάπως απότομα. «Με συγχωρείτε αλλά πρέπει να φύγω· ο σκύλος είναι μόνος του όλη μέρα και πρέπει να τον πάω μια βόλτα -έχω και να μαγειρέψω...» «Παρακαλώ, χάρηκα πολύ που τα είπαμε. Αν νιώσετε πάλι αδιαθεσία, να τα ξαναπούμε». Ηθελα να κάνω χιούμορ; Ηταν άνοστο αστείο; Πάντως το πρόσωπό του σκοτείνιασε ξαφνικά και δεν μπορούσα να καταλάβω το λεκτικό ολίσθημά μου.

«Ακούστε, αγαπητέ -και ο τόνος της φωνής είναι αλλάγμένος, υπέρ το δέον σοβαρός- ούτε σήμερα ένιωσα αδιαθεσία, ούτε πήρα άδεια από τη δουλειά μου. Εδώ και τρεις μήνες με απέλυσαν, έπειτα από είκοσι οχτώ χρόνια, και δεν έχω κανέναν να πω τον πόνο μου -δεν μπορώ να το χωνέψω, νιώθω ότι η ζωή έφυγε κάτω από τα πόδια μου, νομίζω ότι όλοι με κοιτάνε με οίκτο.

»Προσποιούμαι λοιπόν ότι εκτελώ καθημερινά τις κινήσεις που έκανα επί είκοσι οχτώ χρόνια. Σήμερα κουράστηκα και γύρισα νωρίτερα. Ξέρω ότι δεν διατηρείται κατ’ αυτόν τον τρόπο η αξιοπρέπεια που μου έκλεψαν, καταλαβαίνω ότι αυτογελοιοποιούμαι. Ζητώ συγγνώμη για τα ψέματα που σας αράδιασα στην αρχή». «Μην το βάζεις κάτω» του λέω σε οικείο τόνο. «Θα τα πούμε αύριο...»...

Γιώργος Σταματόπουλος (efsyn.gr)