ΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΥΝ ΤΗ ΝΕΑ ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ...

Έντονα αρνητική κριτική ασκεί η Ένωση  Ελλήνων Ποινικολόγων στη νέα νομοθετική...
ρύθμιση που επιτρέπει τη χρήση
παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων (λίστες φοροφυγάδων, κ.λπ.) που έχουν συλλεχθεί με παράνομο τρόπο σε υποθέσεις σκανδάλων διαφθοράς που υπάγονται στην αρμοδιότητα των Οικονομικών  Εισαγγελέων και των  Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς.
       
Παράλληλα, η εν λόγω Ένωση διοργανώνει την ερχόμενη Τρίτη, 19 Ιανουαρίου 2016,  μαζί τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και την Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου ελεύθερη δημόσια συζήτηση για την επίμαχη ρύθμιση και καλεί όλους του αρμόδιους φορείς   της Πολιτείας, όπως και τους δικαστές να παραβρεθούν. Η συζήτηση θα γίνει στα γραφεία του ΔΣΑ, Ακαδημίας 60 και θα την διευθύνει ο   Χριστόφορος Αργυρόπουλος. Οι ποινικολόγοι χαρακτηρίζουν την επίμαχη ρύθμιση η οποία έχει περιληφθεί στο νόμο για την επέκταση του σύμφωνου ελεύθερης συμβίωσης (Ν. 4356/2015) προβληματική,  αποκρουστέα και αντισυνταγματική.

Η Ένωση υπογραμμίζει ότι «η κάμψη των αποδεικτικών απαγορεύσεων με την επίμαχη τροπολογία δεν είναι συμβατή με το Σύνταγμα, αλλά και με το γενικότερο πνεύμα που πρέπει να διακρίνει την Πολιτεία στην δικαιοδοτική της λειτουργία».
Το φιλελεύθερο κράτος δικαίου, υπογραμμίζουν οι ποινικολόγοι,  «οφείλει να διώκει και να δικάζει τους κατηγορουμένους και ως αθώους τεκμαιρόμενους πολίτες με όρους δικαίου στο πλαίσιο μιας διαδικασίας η οποία επιβεβαιώνει την νομιμότητα και την ηθική ανωτερότητα της Πολιτείας».

Αντιθέτως – συνεχίζει η Ένωση- «η χρήση εγκληματικών μεθόδων ή η εκμετάλλευση των προϊόντων τους από την Πολιτεία πλήττει ανεπανόρθωτα την ακεραιότητα και το κύρος της ποινικής Δικαιοσύνης και την υποβιβάζει στο επίπεδο των εγκλημάτων, για τα οποία εγείρει την αξίωση τιμωρίας τους». Το κράτος δικαίου, σημειώνει η Ένωση, «εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και γι’ αυτό αποκρούει την χρήση αποδείξεων στην ποινική διαδικασία που είναι προϊόν εγκληματικών πράξεων κρατικών οργάνων ή ιδιωτών». Σε άλλο σημείο, οι ποινικολόγοι, τονίζουν ότι «η  αλήθεια στην ποινική δίκη δεν αναζητείται με οποιοδήποτε τίμημα, αλλά με την πιστή τήρηση των κανόνων του δικαίου και χωρίς την αυθαίρετη και εκτός νόμου παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θιγόμενων προσώπων».

Μάλιστα, υπογραμμίζουν με νόημα οι ποινικολόγοι, ότι «η Πολιτεία που «δικαιοδοτεί» στηριζόμενη σε προϊόντα εγκλήματος εξωθεί τα κρατικά όργανα στο έγκλημα και αποχαλινώνει τα ήθη των πολιτών προτρέποντάς τους να παρανομούν».

Υπενθυμίζεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης  Ελλήνων Ποινικολόγων, απαρτίζεται από τους: Ηλία  Αναγνωστόπουλο, πρόεδρο, Ιωάννη Ηρειώτη, αντιπρόεδρο, Αριστομένη Τζαννετή, γενικό γραμματέα, Βασίλειο Χειρδάρη, ειδικό γραμματέα, Σωτηρία Ζωγράφου, ταμία, Οββαδία Ναμία, Στέφανο Παύλου, Αναστάσιο Τρανταφύλλου και Όλγα Τσόλκα, μέλη.

Η  ανακοίνωση της Ένωσης  Ελλήνων Ποινικολόγων
Το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης της Ένωσης  Ελλήνων Ποινικολόγων, έχει ως εξής:

«1. Ο Ν. 4356/της 24.12.2015 (άρθρο 65) επέτρεψε υπό προϋποθέσεις την χρήση αποδεικτικών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις για τα αδικήματα της αρμοδιότητας του Οικονομικού Εισαγγελέα και του Εισαγγελέα Διαφθοράς.

Η δραστική αυτή επέμβαση στο δίκαιο των αποδεικτικών απαγορεύσεων στηρίχθηκε σε εκπρόθεσμη τροπολογία που κατέθεσε την 22.12.2015 ο αν. υπουργός Δικαιοσύνης στη Βουλή κατά την συζήτηση του (άσχετου) νομοσχεδίου για το σύμφωνο συμβίωσης.
Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρξει δημόσια διαβούλευση για την επίμαχη τροπολογία, αφού κανείς από τους φορείς που συμμετέχουν συνήθως στον δημόσιο διάλογο για τις προωθούμενες τροποποιήσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν είχε την ευκαιρία να ενημερωθεί και να λάβει θέση επ’ αυτής.

Η διαδικασία αυτή υπήρξε αντικανονική και αντίθετη προς τις αρχές του δημοκρατικού διαλόγου. Η χρονικά ασφυκτική διαδικασία που επελέγη δεν υπαγορεύτηκε άλλωστε από κάποια προφανή έκτακτη ανάγκη που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παράκαμψη του διαλόγου για την άρση των αποδεικτικών απαγορεύσεων.

2. Η επίμαχη νομοθετική επέμβαση είναι όμως και κατά περιεχόμενο προβληματική και αποκρουστέα. Πράγματι, η απαγόρευση της χρήσης στην ποινική διαδικασία αποδεικτικών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί με εγκλήματα είναι συνυφασμένη με το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Το κράτος δικαίου εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και γι’ αυτό αποκρούει την χρήση αποδείξεων στην ποινική διαδικασία που είναι προϊόν εγκληματικών πράξεων κρατικών οργάνων ή ιδιωτών.

Ο Έλληνας νομοθέτης μάλιστα προσέδωσε συνταγματική περιωπή στις αποδεικτικές απαγορεύσεις με την πανηγυρική καθιέρωσή τους στο άρθρο 19 παρ. 3 του ισχύοντος Συντάγματος. Με τον τρόπο αυτόν ο συνταγματικός νομοθέτης προέβη ο ίδιος στην στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών και έδωσε το προβάδισμα στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως αρμόζει σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη και δικαιοκρατούμενη έννομη τάξη.
Η συνταγματική αυτή στάθμιση δεν επιτρέπεται να υποκατασταθεί από μια κατά περίπτωση «στάθμιση» από τον εκάστοτε δικαστή και μάλιστα εις βάρος του κατηγορουμένου. Τούτο συνιστά μετάβαση από ένα καθεστώς συνταγματικής τάξεως και ασφάλειας δικαίου σε μια απρόβλεπτη, ευκαιριακή, άνιση και γι’ αυτό επικίνδυνη για τα θεμελιώδη δικαιώματα ατομική «στάθμιση» που είναι ανεπιθύμητη στο φιλελεύθερο κράτος δικαίου.

3.  Η κάμψη των αποδεικτικών απαγορεύσεων με την επίμαχη τροπολογία δεν είναι συμβατή με το Σύνταγμα αλλά και με το γενικότερο πνεύμα που πρέπει να διακρίνει την Πολιτεία στην δικαιοδοτική της λειτουργία.

Το φιλελεύθερο κράτος δικαίου οφείλει να διώκει και να δικάζει τους κατηγορουμένους και ως αθώους τεκμαιρόμενους πολίτες με όρους δικαίου στο πλαίσιο μιας διαδικασίας η οποία επιβεβαιώνει την νομιμότητα και την ηθική ανωτερότητα της Πολιτείας.

Αντιθέτως, η χρήση εγκληματικών μεθόδων ή η εκμετάλλευση των προϊόντων τους από την Πολιτεία πλήττει ανεπανόρθωτα την ακεραιότητα και το κύρος της ποινικής Δικαιοσύνης και την υποβιβάζει στο επίπεδο των εγκλημάτων για τα οποία εγείρει την αξίωση τιμωρίας τους.
4.  Η αλήθεια στην ποινική δίκη δεν αναζητείται με οποιοδήποτε τίμημα αλλά με την πιστή τήρηση των κανόνων του δικαίου και χωρίς την αυθαίρετη και εκτός νόμου παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θιγόμενων προσώπων.

Πολιτεία που «δικαιοδοτεί» στηριζόμενη σε προϊόντα εγκλήματος εξωθεί τα κρατικά όργανα στο έγκλημα και αποχαλινώνει τα ήθη των πολιτών προτρέποντάς τους να παρανομούν.
Η ανατροπή του δικαίου των αποδεικτικών απαγορεύσεων με τον πρόσφατο νόμο προκάλεσε, ευλόγως, την κριτική αρμόδιων φορέων που ασκήθηκε κατ’ ανάγκην εκ των υστέρων, αφού ο ίδιος ο νομοθέτης απέκλεισε τον διάλογο πριν από την ψήφισή του.

Επειδή τα ζητήματα που τίθενται είναι εξαιρετικής σημασίας και συνδέονται αμέσως με τα θεμέλια του κράτους δικαίου η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων διοργανώνει από κοινού με τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και την Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου ελεύθερη δημόσια συζήτηση με θέμα:

«Αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική δίκη και κράτος δικαίου» στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΔΣΑ την Τρίτη, 19 Ιανουαρίου 2016 και ώρα 6 μ.μ.
Την συζήτηση θα διευθύνει ο κ. Χριστόφορος Αργυρόπουλος.
Στην συζήτηση προσκαλούνται όλοι οι αρμόδιοι φορείς της Πολιτείας, οι εκπρόσωποι όλων των κλάδων της ποινικής Δικαιοσύνης (δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόροι) καθώς και κάθε άλλος ενδιαφερόμενος με σκοπό να αναπληρωθεί ο δημόσιος διάλογος που δεν έλαβε χώρα με ευθύνη του νομοθέτη στον προσήκοντα χρόνο». http://fimotro.blogspot.gr