Πρέβεζα: Ο Αχέροντας και το νεκρομαντείο του

Κοντά στο χωριό Μεσοπόταμο της Πρέβεζας, στην περιοχή του Δήμου Πάργας, βρισκόταν το νεκρομαντείο (νεκυομαντείο) του Αχέροντα, το πλέον φημισμένο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, η πεδιάδα του ποταμού Αχέροντα ήταν ο τόπος όπου κατοικούσαν οι ψυχές των νεκρών. Μέσω του ποταμού και της Αχερουσίας λίμνης ο νεκροπομπός
Eρμής και ο Χάρος οδηγούσαν τις ψυχές στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο του Άδη.
Ο Χάρος μετέφερε με τη βάρκα του τους αποθανόντες από τη μια όχθη του Αχέροντα στην άλλη, εκεί όπου βρισκόταν η πύλη του Άδη, και οι νεκροί ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στο Χάρο τα ναύλα τους για την εν λόγω παροχή υπηρεσίας προς αυτούς.
Στους «Νεκρικούς Διαλόγους» του Λουκιανού, ξακουστού σοφιστή και συγγραφέα του 2ου αιώνα μ.Χ., η διαδικασία αυτή περιγράφεται με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο. Ο Χάρος ζητά από τον αποθανόντα κυνικό φιλόσοφο Μένιππο να καταβάλει τα ναύλα (τον οβολό) του προς αυτόν («Απόδος, ω κατάρατε, τα πορθμεία»), κι εκείνος του απαντά με την ακόλουθη παροιμιώδη φράση: «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος».
Στο νεκρομαντείο του Αχέροντα κατέφευγαν οι αρχαίοι προσφέροντας χοές, για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές των νεκρών. Η σωματική και ψυχική δοκιμασία κατά την πολυήμερη παραμονή στα σκοτεινά δωμάτια του νεκρομαντείου, η απομόνωση, οι μαγικές πράξεις, οι προσευχές και οι επικλήσεις, η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών, καθώς και η ειδική δίαιτα στην οποία υποβάλλονταν οι επισκέπτες, δημιουργούσαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να επιτευχθεί η επιθυμία των τελευταίων. Οι προσκυνητές ήταν υποχρεωμένοι να τηρήσουν σιγή για όσα είχαν δει και είχαν ακούσει, για να μη διαπράξουν ασέβεια απέναντι στους θεούς του Κάτω Κόσμου.
Το ιερό ανήκε κατά την αρχαιότητα στους Θεσπρωτούς, που εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο γύρω στο 2000 π.Χ. Στο χώρο του ιερού, όπως και στην αρχαία πόλη Εφύρα, 500 μ. Β του νεκρομαντείου, έχουν εντοπιστεί μυκηναϊκά ευρήματα (14ος-13ος αιώνας π.Χ.). Ο Ηρόδοτος βεβαιώνει τη λειτουργία του ιερού στον 8ο αιώνα π.Χ. Το ιερό γνώρισε την ύψιστη ακμή του τον 3ο και το 2ο αιώνα π.Χ., πυρπολήθηκε δε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. Ο χώρος της αυλής κατοικήθηκε εκ νέου τον 1ο αιώνα π.Χ.
Το κυρίως ιερό περιβάλλεται από πολυγωνικό ορθογώνιο περίβολο με είσοδο στη βόρεια πλευρά. Χωρίζεται σε μια κεντρική αίθουσα και έξι επιμέρους δωμάτια-αποθήκες. Κάτω από την κεντρική αίθουσα βρίσκεται μια υπόγεια αίθουσα λαξευμένη στο βράχο, η ιερή κρύπτη, το ανάκτορο του Άδη και της Περσεφόνης. Μικρότερα δωμάτια και διάδρομοι γύρω από το κυρίως ιερό χρησίμευαν στην ψυχική και σωματική προετοιμασία των επισκεπτών. Οι χώροι αυτοί, καθώς και το κυρίως ιερό, χρονολογούνται στα τέλη του 4ου-αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.                              www.in.gr