Σε μικρή σχετικά απόσταση από την πόλη του Κιάτου,
σε ένα πλάτωμα του λόφου του Βασιλικού, απλώνεται ο αρχαιολογικός χώρος
της Σικυώνος, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Περιφερειακής Ενότητας Κορινθίας.
Η Σικυών ιδρύθηκε κατά τους Προϊστορικούς Χρόνους από προδωρικά φύλα, όπως φανερώνουν τα ίχνη μυκηναϊκής κατοίκησης που έχουν εντοπιστεί.
Οι ονομασίες που έφερε το οικιστικό κέντρο κατά την Προϊστορική Περίοδο ήταν Μυκώνη, Αιγιάλεια και Τελχινία.
Η Σικυών γνώρισε περίοδο ακμής επί τυραννίας των Ορθαγοριδών (7ος-6ος αιώνας π.Χ.), όταν κατέστη πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο, μια από τις σημαντικότερες πόλεις του ελλαδικού χώρου.
Ο επιφανέστερος τύραννος της δυναστείας των Ορθαγοριδών υπήρξε ο Κλεισθένης, παππούς του συνονόματου αθηναίου πολιτικού, θεμελιωτή της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Επί Κλεισθένη αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα η γλυπτική, η ζωγραφική και η μεταλλοτεχνία. Από τη Σικυώνα κατάγονταν, μεταξύ άλλων, οι περιώνυμοι γλύπτες Κάναχος, Πολύκλειτος και Λύσιππος.
Μετά την πτώση των Ορθαγοριδών και την αποκατάσταση του αριστοκρατικού πολιτεύματος (αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) η πόλη κατελήφθη από το θηβαίο Επαμεινώνδα και τους Μακεδόνες, τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (μετέφερε την πόλη στις ανατολικές υπώρειες της παλαιάς ακρόπολης και την τείχισε) και τον Αντίγονο Γονατά.
Αφού συμπεριελήφθη στην Αχαϊκή Συμπολιτεία (μέσα 3ου αιώνα π.Χ.) και γνώρισε νέα περίοδο ακμής μετά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους, το 146 π.Χ., η Σικυών λεηλατήθηκε από το ρωμαίο στρατηγό Σύλλα το 87 π.Χ. και υπέστη καταστροφές από σεισμούς το 2ο αιώνα μ.Χ.
Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει θεμέλια ναού της Άρτεμης ή του Απόλλωνα, λείψανα οικοδομημάτων της ελληνιστικής και ρωμαϊκής αγοράς (του βουλευτηρίου, του γυμνασίου, μιας επιμήκους στοάς και δύο κρηνών), καθώς και τις ρωμαϊκές θέρμες (βαλανείο), βορείως των προαναφερθέντων οικοδομημάτων.
Σε μικρή απόσταση δυτικά από την αγορά της Σικυώνος, στις υπώρειες της ακρόπολης των Ελληνιστικών Χρόνων, σώζονται τα λείψανα θεάτρου (η κατασκευή του ανάγεται στα τέλη του 4ου/αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.), όπου διεξάγονταν αγώνες αρχαίου δράματος και πραγματοποιούνταν συγκεντρώσεις πολιτικού χαρακτήρα.
Αποτελείται από το κοίλο, την ορχήστρα και τη σκηνή, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον από αρχιτεκτονικής απόψεως παρουσιάζουν οι δύο θολωτές δίοδοι στα άκρα του κοίλου για την είσοδο των θεατών.
Το θέατρο της Σικυώνος δέχτηκε προσθήκες κατά τους Ρωμαϊκούς Χρόνους, κυρίως στο σκηνικό οικοδόμημά του. Κοντά στο θέατρο βρισκόταν το στάδιο.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σικυώνος στεγάζεται σε τμήμα του συγκροτήματος των ρωμαϊκών λουτρών. Περιλαμβάνει ευρήματα από τη Σικυώνα και τις γειτονικές περιοχές, που χρονολογούνται από τους Μυκηναϊκούς έως τους Παλαιοχριστιανικούς Χρόνους (γλυπτά, αγγεία, ψηφιδωτά δάπεδα, αρχιτεκτονικά μέλη, ταφικές στήλες, ενεπίγραφα βάθρα, λατρευτικά αντικείμενα από το σπήλαιο των Πιτσών, νομίσματα κ.ά.). www.in.gr
Η Σικυών ιδρύθηκε κατά τους Προϊστορικούς Χρόνους από προδωρικά φύλα, όπως φανερώνουν τα ίχνη μυκηναϊκής κατοίκησης που έχουν εντοπιστεί.
Οι ονομασίες που έφερε το οικιστικό κέντρο κατά την Προϊστορική Περίοδο ήταν Μυκώνη, Αιγιάλεια και Τελχινία.
Η Σικυών γνώρισε περίοδο ακμής επί τυραννίας των Ορθαγοριδών (7ος-6ος αιώνας π.Χ.), όταν κατέστη πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο, μια από τις σημαντικότερες πόλεις του ελλαδικού χώρου.
Ο επιφανέστερος τύραννος της δυναστείας των Ορθαγοριδών υπήρξε ο Κλεισθένης, παππούς του συνονόματου αθηναίου πολιτικού, θεμελιωτή της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Επί Κλεισθένη αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα η γλυπτική, η ζωγραφική και η μεταλλοτεχνία. Από τη Σικυώνα κατάγονταν, μεταξύ άλλων, οι περιώνυμοι γλύπτες Κάναχος, Πολύκλειτος και Λύσιππος.
Μετά την πτώση των Ορθαγοριδών και την αποκατάσταση του αριστοκρατικού πολιτεύματος (αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) η πόλη κατελήφθη από το θηβαίο Επαμεινώνδα και τους Μακεδόνες, τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (μετέφερε την πόλη στις ανατολικές υπώρειες της παλαιάς ακρόπολης και την τείχισε) και τον Αντίγονο Γονατά.
Αφού συμπεριελήφθη στην Αχαϊκή Συμπολιτεία (μέσα 3ου αιώνα π.Χ.) και γνώρισε νέα περίοδο ακμής μετά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους, το 146 π.Χ., η Σικυών λεηλατήθηκε από το ρωμαίο στρατηγό Σύλλα το 87 π.Χ. και υπέστη καταστροφές από σεισμούς το 2ο αιώνα μ.Χ.
Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει θεμέλια ναού της Άρτεμης ή του Απόλλωνα, λείψανα οικοδομημάτων της ελληνιστικής και ρωμαϊκής αγοράς (του βουλευτηρίου, του γυμνασίου, μιας επιμήκους στοάς και δύο κρηνών), καθώς και τις ρωμαϊκές θέρμες (βαλανείο), βορείως των προαναφερθέντων οικοδομημάτων.
Σε μικρή απόσταση δυτικά από την αγορά της Σικυώνος, στις υπώρειες της ακρόπολης των Ελληνιστικών Χρόνων, σώζονται τα λείψανα θεάτρου (η κατασκευή του ανάγεται στα τέλη του 4ου/αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.), όπου διεξάγονταν αγώνες αρχαίου δράματος και πραγματοποιούνταν συγκεντρώσεις πολιτικού χαρακτήρα.
Αποτελείται από το κοίλο, την ορχήστρα και τη σκηνή, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον από αρχιτεκτονικής απόψεως παρουσιάζουν οι δύο θολωτές δίοδοι στα άκρα του κοίλου για την είσοδο των θεατών.
Το θέατρο της Σικυώνος δέχτηκε προσθήκες κατά τους Ρωμαϊκούς Χρόνους, κυρίως στο σκηνικό οικοδόμημά του. Κοντά στο θέατρο βρισκόταν το στάδιο.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σικυώνος στεγάζεται σε τμήμα του συγκροτήματος των ρωμαϊκών λουτρών. Περιλαμβάνει ευρήματα από τη Σικυώνα και τις γειτονικές περιοχές, που χρονολογούνται από τους Μυκηναϊκούς έως τους Παλαιοχριστιανικούς Χρόνους (γλυπτά, αγγεία, ψηφιδωτά δάπεδα, αρχιτεκτονικά μέλη, ταφικές στήλες, ενεπίγραφα βάθρα, λατρευτικά αντικείμενα από το σπήλαιο των Πιτσών, νομίσματα κ.ά.). www.in.gr