Ενέργεια: Το πολιτικό limbo της Γερμανίας και γιατί η «πυξίδα» δείχνει… άνθρακα

Την ίδια στιγμή που η νέα ηγεσία της Κομισιόν ετοιμάζεται να ανακοινώσει τη νέα της φιλόδοξη πράσινη ενεργειακή πολιτική, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία, δείχνει να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. 

Οι κραδασμοί από την ταχεία αποβιομηχάνιση, το πολιτικό κενό και η αδύναμη κυβέρνηση μειοψηφίας με την οποία οδεύει η χώρα προς τις εκλογές του Φεβρουάριου, ενισχύουν τις εκτιμήσεις των αναλυτών ότι η έξοδος από τον άνθρακα θα αργήσει να έρθει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται συνολικά για την ευρωπαϊκή πολιτική.

Remaining Time 0:00
 

Τον Οκτώβριο το μερίδιο που κάλυψε η παραγωγή ενέργειας από άνθρακα στο συνολικό μείγμα ηλεκτρισμού της χώρας έφτασε το 28%, επιλογή που υπονομεύτηκε από αυτό που αποκαλούν οι Γερμανοί «Dunkelflaute», μια μακρά περίοδο συννεφιάς, χωρίς άνεμο, που έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. 

Το γεγονός δεν ήταν συγκυριακό, εκτιμούν οι αναλυτές. Η τάση συνεχίστηκε και τον Νοέμβρη (επίσημα στοιχεία δεν έχουν ακόμη βγει) και η αιτία μπορεί να συνδέεται με κάτι πολύ πιο δομικό, απ’ ότι μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλού αιολικού δυναμικού:  Την αδυναμία της μεγαλύτερη οικονομίας της Ευρώπης να προσθέσει εγκαίρως στο ηλεκτροπαραγωγικό της δυναμικό, μέχρι τα τέλη του 2030, νέες μονάδες φυσικού αερίου, συνολικής δυναμικότητας 10 GW, έτοιμες να υποδεχτούν και υδρογόνο (Η2). Εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε προφανώς και δεν θα συνεχιστεί η ταχεία απομάκρυνση της χώρας από τον άνθρακα.

Εκτιμήσεις αναλυτών, όπως του εξιδεικευμένου στα ενεργειακά, οίκου Icis, αναφέρουν ότι χωρίς τις νέες μονάδες φυσικού αέριου, η γερμανική οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα λίαν σημαντικό έλλειμμα επάρκειας 9,8 GW μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Κρίσιμοι χειμώνες, δηλαδή με το μεγαλύτερο έλλειμμα, θεωρούνται αυτοί του 2029-2030 και του 2030-2031, σύμφωνα με το υπάρχον μοντέλο.

Κι όλα αυτά, σε μια χώρα, που μόνο φέτος έχει αδειοδοτήσει 13 GW νέων αιολικών, τέσσερις φορές περισσότερα σε σχέση με το 2020. Με την ισχύ από φωτοβολταϊκά να αναμένεται να αυξηθεί κατά περισσότερο από 17 GW και που έχει βάλει στόχο την κλιματική ουδετερότητα ως το 2045.

Οι γερμανικές αυταπάτες

Το πρόβλημα προφανώς δεν προέκυψε χθες. Απλώς, η τρικομματική κυβέρνηση συνασπισμού και κυρίως η παρουσία σε αυτή των Πρασίνων, συντηρούσε μέχρι πρότινος μια εικόνα που δεν ανταποκρίνονταν στη πραγματικότητα, ότι η Γερμανία, είναι σε θέση να καταργήσει τον άνθρακα ακόμη και ως το 2030, παρά την αρχική συμφωνία που έθετε στο 2038 τον πήχη.

Στο νόμο που είχε περάσει η προηγούμενη κυβέρνηση προβλέπονταν ότι μέσα στην επόμενη εξαετία θα κατασκευαστούν 10 GW νέων μονάδων αερίου και 0,5 GW σταθμών υδρογόνου, και παράλληλα θα αναβαθμιστούν 2 GW υφιστάμενων σταθμών αερίου, ώστε να λειτουργούν με υδρογόνο. Στόχος ήταν η ταχύτατη αντικατάσταση των 15 GW μονάδων άνθρακα και 15 GW από λιγνίτη.

Η επίσημη αμφισβήτηση του στόχου, μαζί με τη κριτική ότι η Γερμανία συνεχίζει να τρέφει αυταπάτες για τα ενεργειακά της προβλήματα ήρθε στις αρχές Νοεμβρίου από τον αρχηγό των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) και μέχρι τότε υπ. Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, η διαφωνία του οποίου ως προς το ποιος θα πληρώσει τις πράσινες πολιτικές οδήγησε μεταξύ άλλων στην κατάρρευση του συνασπισμού. 

Τώρα, κριτική στο γερμανικό σχέδιο για απεξάρτηση από τον άνθρακα ασκούν και δημοσιεύματα, όπως της έγκυρης εξιδεικευμένης ιστοσελίδας στα ενεργειακά Montel, αναδεικνύοντας ωστόσο και ένα ακόμη μεγαλύτερο θέμα. Τον κίνδυνο, λόγω του κακού σχεδιασμού, να αντιμετωπίσει η χώρα τα επόμενα χρόνια ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας για δεύτερη φορά από το 2022, δηλαδή μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, και το τέλος του φθηνού ρωσικού αερίου το οποίο στη πραγματικότητα ποτέ δεν ξεπέρασε.

Η ενεργειακή «πυξίδα» τρεμοπαίζει 

Στην πραγματικότητα και ενώ η χώρα έχει περισσότερο παρά ποτέ ανάγκη από μια ξεκάθαρη ενεργειακή πολιτική, ειδικά τώρα που το φάντασμα της αποβιομηχάνισης την στοιχειώνει όλο και περισσότερο, το πολιτικό «limbo» που επικρατεί μετά τη κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού, έχει αποκαλύψει ότι η «πυξίδα» τρεμοπαίζει επικίνδυνα. 

 Από τη μια υπάρχει η άποψη, που εξέφρασε ο Λίντνερ ότι χωρίς να έχει εξασφαλιστεί η έγκαιρη κατασκευή των νέων μονάδων αερίου η χώρα δεν μπορεί να ονειρεύεται τη διακοπή λειτουργίας των εργοστασίων άνθρακα ως το 2030.

Από την άλλη όμως, λόγω του πολύ μεγάλου κόστους λειτουργίας τους, είναι πολύ πιθανό κάποια απ' αυτά να χρειαστεί μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, να παροπλιστούν.

Πράγματι, παρά τις τρέχουσες υψηλές τιμές spot στην αγορά, πρόσφατα η γερμανική εταιρεία STEAG, που λειτουργεί έξι σταθμούς άνθρακα σε έξι διαφορετικές περιοχές της χώρας, έβαλε σε καθεστώς εφεδρείας την μονάδα Herne 4, ισχύος 460 MW, καθώς η συνέχιση της λειτουργίας της ήταν οικονομικά ασύμφορη. Και παρ’ ότι ο γερμανικός λιθάνθρακας έχει θερμογόνο δύναμη 2.500 kcal, όταν του ελληνικού λιγνίτη δεν υπερβαίνει τις 1.162 kcal, εκτιμήσεις των αναλυτών που επικαλείται το Montel, μιλούν για αρνητικά περιθώρια κέρδους τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Σαν μοναδική λύση προκρίνουν το να μπουν οι μονάδες αυτές σε καθεστώς εφεδρείας. Αυτό όμως με τη σειρά του θα σήμαινε ότι δεν θα επιτρέπεται να πωλούν τη παραγωγή τους στην αγορά, επομένως αν δεν καταστεί εφικτό να κατασκευαστούν εγκαίρως οι νέες μονάδες φυσικού αερίου, η Γερμανία μπορεί τα επόμενα χρόνια να αντιμετωπίσει ελλείψεις στην επάρκεια, γεγονός που με τη σειρά του θα οδηγήσει σε spikes τις τιμές, όπως αυτά άνω των 800 ευρώ/MWh που καταγράφηκαν μέσα στον Νοέμβρη, λόγω της πολύ χαμηλής παραγωγής αιολικών και φωτοβολταικών.

Η γερμανική ενεργειακή πολιτική βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε σύγχυση, χωρίς να είναι σαφές πώς αυτό θα επηρεάσει τα άλλα κέντρα λήψης αποφάσεων στην Ευρώπη. Την εικόνα αναδεικνύει και η προ ημερών κίνηση του Ρομπέρ Χάμπεκ, που παραμένει επικεφαλής του υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας, να προωθήσει εσπευσμένα πακέτο μέτρων για την κατασκευή μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο, με στόχο να ψηφιστεί πριν τις εκλογές.

Στη παρούσα συγκυρία, εκτιμάται ότι οι πιθανότητες να λάβει το σχέδιο την έγκριση του Κοινοβουλίου είναι ελάχιστες. Η κυβέρνησή του δεν διαθέτει, πλέον, κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

www.euro2day.gr