ΕΚΠΟΙΖΩ: Κατώτερη των προσδοκιών η τροπολογία για τις τραπεζικές χρεώσεις στους καταναλωτές

«Ανεπαρκή, ασθενικά και εν τέλει σχεδόν ανέξοδα για τις ελληνικές τράπεζες» χαρακτηρίζονται τα μέτρα που ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση ως προς τις τραπεζικές χρεώσεις, από την Ένωση Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής (ΕΚΠΟΙΖΩ). Αναλυτικότερα, η οργάνωση των καταναλωτών αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή της:

«Καταρχήν, εκτός της συζήτησης παραμένει ίσως το κρισιμότερο ζήτημα των τελευταίων ετών, που είναι το ύψος των επιτοκίων και ιδίως των περιθωρίων κέρδους (spread) των τραπεζών και των αγοραστών δανείων.

Remaining Time 0:00
 

Η πραγματικότητα είναι ότι, πέρα από τις αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς (ΕΚΤ και Euribor), οι τράπεζες και οι αγοραστές δανείων συνεχίζουν να εφαρμόζουν μεγάλα περιθώρια κέρδους που αγγίζουν τα όρια της αισχροκέρδειας, περιθώρια τα οποία προστίθενται στα ήδη αυξημένα επιτόκια αναφοράς.

  • Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής είναι τα περιθώρια κέρδους που εφαρμόζονται σε συμβάσεις ρύθμισης υφιστάμενων οφειλών από στεγαστικά δάνειαπου ανέρχονται από 3% μέχρι και σε 6%, όταν προ ετών τα αντίστοιχα spread ανέρχονταν σε 1-2%.

Ειδικά δε, όσον αφορά καταναλωτικά δάνεια και κάρτες, σε σημαντική πηγή αδικαιολόγητης επιβάρυνσης για τους καταναλωτές εξελίσσεται η απροθυμία των τραπεζών να προβαίνουν σε μείωση των επιτοκίων, όταν το επιτόκιο αναφοράς μειώνεται, κατά παράβαση της πάγιας ενωσιακής και ελληνικής νομολογίας.
Αν και στην περίπτωση αύξησης επιδεικνύουν ταχύτατα αντανακλαστικά, δεν συμβαίνει το ίδιο όταν το επιτόκιο με το οποίο δανείζονται οι καταναλωτές μειώνεται, οπότε εύλογα αναμένει ο καταναλωτής να επωφεληθεί και ο ίδιος από τη μείωση αυτή.

  • Όσον αφορά τις χρεώσεις και προμήθειες των τραπεζών, η κατάσταση παραμένει ανεξέλεγκτη.
    Οι τράπεζες δεν διστάζουν να χρεώνουν, και μάλιστα με υπερβολικά ποσά, κάθε αίτημα που υποβάλλει ο καταναλωτής στην τράπεζα, ακόμη και όταν πρόκειται για τη χορήγηση ενός αντιγράφου από μία σύμβαση, την παροχή ενημέρωσης για το δάνειό του ή μίας απλής βεβαίωσης.
  • Καταναλωτές, που δεν είναι εξοικειωμένοι με ηλεκτρονικές συναλλαγές επιβαρύνονται, με υπερβολικά ποσά, όταν βρεθούν στην ανάγκη να διενεργήσουν μία διατραπεζική συναλλαγή στο κατάστημα. Το ύψος της χρέωσης, στις περιπτώσεις αυτές, είναι εξοντωτικό και τιμωρητικό και δεν δικαιολογείται από την επίκληση οποιουδήποτε λειτουργικού κόστους.

Οι τράπεζες δεν αρκούνται στη βασική χρέωση της υπηρεσίας που παρέχουν (λχ τις προμήθειες), αλλά, με διάφορες προφάσεις, επιβάλλουν πρόσθετες επιβαρύνσεις.

  • Πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες επιβαρύνονται με έξοδα έκδοσης και συχνά υψηλές ετήσιες συνδρομές που δεν δικαιολογούνται, ενώ σε καταθετικούς λογαριασμούς επιβάλλονται συχνά έξοδα διαχείρισης.

Παράλληλα, εκτός μέτρων μένει η πάγια πρακτική των παρόχων υπηρεσιών πληρωμής να χρεώνουν με υπέρογκες προμήθειες συναλλαγές όπως η αγορά εισιτηρίων, προϊόντων κτλ, που γίνονται με κάρτα.

Παράνομα έξοδα δανείου

Ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα που δεν κατέστη αντικείμενο των ρυθμίσεων αφορά τα επιβαλλόμενα από τις τράπεζες λεγόμενα έξοδα δανείου. Αν και οι εν λόγω χρεώσεις, που παραβιάζουν ευθέως διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, έχουν παγίως κριθεί ως μη νόμιμες και καταχρηστικές από τα ελληνικά δικαστήρια και η χρήση τους έχει απαγορευτεί με υπουργική απόφαση (Ζ1-798/2008), οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να τις επιβάλλουν χωρίς την απαιτούμενη παρέμβαση της κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδος. Τα εν λόγω ποσά ανέρχονται μέχρι σε αρκετές εκατοντάδες ευρώ και επιβαρύνουν χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις που ζητούν τη χορήγηση δανείου.

  • Προκύπτει επομένως ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν αφορούν ένα μικρό μόνο μέρος των χρεώσεων που αδικαιολόγητα επιβαρύνονται οι Έλληνες καταναλωτές, χωρίς να διευκρινίζεται αν θα καταλαμβάνονται και οι συναλλαγές μέσω ταμείου ή μόνο οι ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Υπενθυμίζεται ότι η ελληνική Πολιτεία επέλεξε να μην ασκήσει ποτέ τη διακριτική ευχέρεια που της παρείχε η Οδηγία 2014/92/ΕΕ για τους τραπεζικούς λογαριασμούς ώστε να μην επιβάλλονται χρεώσεις για ορισμένες βασικές τραπεζικές συναλλαγές, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να έχουν επιβαρυνθεί αθροιστικά με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.

Εν τέλει, η όψιμη αυτή απαγόρευση των χρεώσεων αφορά χαμηλού ύψους επιβαρύνσεις και σε περιορισμένη έκταση. Αφήνει ανέγγιχτη τη πρακτική πλήθους αδικαιολόγητων και καταχρηστικών χρεώσεων όπως και των υπέρογκων χρεώσεων σε μη ηλεκτρονικές διατραπεζικές  συναλλαγές. Πολύ περισσότερο δεν αντιμετωπίζει την ανάγκη να προστατευτεί ο καταναλωτής από το απαράδεκτο ύψος, στο οποίο διαμορφώνονται τα επιτόκια της καταναλωτικής πίστης, εξαιτίας και των καταχρηστικών όρων που εμπεριέχουν οι συμβάσεις», καταλήγει η ΕΚΠΟΙΖΩ.