Αυξήσεις στις τιμές λιπασμάτων λόγω φιλοπεριβαλλοντικής πολιτικής φέρνουν αύξηση κόστους

Δύσκολο το μέλλον για τους κατασκευαστές ορυκτών λιπασμάτων στην ΕΕ.

Δύσκολο όμως το μέλλον και των γεωργών της ΕΕ που θα αναγκαστούν να αγοράζουν ακριβά (καθαρά) λιπάσματα και να έχουν «ανταγωνιστικό μειονέκτημα» απέναντι στα αγροτικά προϊόντα των τρίτων χωρών, που θα είναι φτηνότερα στις αγορές της Ευρώπης.

Από την μια έχουμε την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Μηχανισµού Συνοριακής Προσαρµογής Άνθρακα (CBAM) και από την άλλη την προσπάθεια της ΕΕ για αποσύνδεση της οικονομίας της από το ρωσικό αέριο (πρώτη ύλη για παραγωγή λιπασμάτων). Οι δύο αυτοί παράγοντες θα επηρεάσουν άμεσα τις τιμές των λιπασμάτων της ΕΕ.

Ο στόχος του Μηχανισμού Προσαρμογής Συνόρων Άνθρακα (CBAM) είναι να εξισώσει την τιμή των εκπομπών άνθρακα μεταξύ των εγχώριων προϊόντων και των εισαγωγών στην Ευρώπη.

Η πρώτη φάση του CBAM ξεκινά το 2026. Στην μεταβατική φάση, οι εισαγωγείς θα πρέπει να αναφέρουν μόνο τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου που είναι ενσωματωμένες στα προϊόντα τους χωρίς να χρειάζεται να αγοράσουν και να παραδώσουν πιστοποιητικά.

Οι εισαγωγείς λιπασμάτων υποχρεούνται να δηλώνουν ανά τρίµηνο την ποσότητα εισαγόµενων λιπασµάτων στην ΕΕ, σε τόνους, καθώς και τις άµεσες και έµµεσες εκποµπές άνθρακα που ενσωµατώνονται σε αυτά. Παράλληλα, καλούνται να δηλώνουν οποιαδήποτε τιµή άνθρακα έχει καταβληθεί ή οφείλεται στη χώρα προέλευσης για τις ενσωµατωµένες εκποµπές των εισαγόµενων αγαθών, αφαιρώντας τυχόν εκπτώσεις ή αποζηµιώσεις που έχουν ήδη ληφθεί.

Όμως από το 2026 θα πρέπει να αγοράζουν πιστοποιητικά προσαρµογής άνθρακα, η τιµή των οποίων θα εξαρτάται από την µέση εβδοµαδιαία τιµή πλειστηριασµού των δικαιωµάτων του Σύστηµα Εµπορίας ∆ικαιωµάτων Εκποµπών.

Αυτό σημαίνει ότι θα γίνει κάτι αντίστοιχο με την ηλεκτρική ενέργεια και θα έρθει μια νέα επιβάρυνση (λόγω φιλοπεριβαλλοντικής πολιτικής), η οποία αναµένεται να ενσωµατωθεί και στις λιανικές τιµές των λιπασµάτων που φτάνουν στους αγρότες της ΕΕ.

Αν και οι «δείκτες αναφοράς CBAM» δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί, o φόρος στις εισαγόμενες πρώτες ύλες αναμένεται να βασίζεται σε συνδυασμό των υφιστάμενων δεικτών αναφοράς.

Οι κύριοι προμηθευτές πρώτης ύλης για την παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων της ΕΕ είναι το Μαρόκο, η Αίγυπτος, η Ρωσία και η Λευκορωσία. Από την άλλη οι κυριότερες εξαγωγές λιπασμάτων της ΕΕ γίνονται προς Κίνα, Βραζιλία και ΗΠΑ.

Ο κλάδος των κατασκευαστών ορυκτών λιπασμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Fertilizers Europe) ζητά διατάξεις διασφάλισης των εξαγωγών που είναι ζωτικής σημασίας για την ισότητα των όρων ανταγωνισμού στις παγκόσμιες αγορές.

Όπως υποστηρίζουν οι κατασκευαστές λιπασμάτων, αν η Ευρώπη σταματήσει να εξάγει (λόγω αυξημένων τιμών), τα καθαρά λιπάσματα της ΕΕ θα αντικατασταθούν από προϊόντα με χειρότερο αποτύπωμα άνθρακα που υπονομεύει τον σκοπό του CBAM.

Για την επιτυχή εφαρμογή του CBAM, πρέπει να υπάρχει ένας ισχυρός και συγκεντρωτικός μηχανισμός παρακολούθησης, αναφοράς και επαλήθευσης, τονίζουν οι κατασκευαστές λιπασμάτων.

Όσον αφορά την ΕΕ η διαφοροποίηση προς λιπάσµατα µε χαµηλότερη περιεκτικότητα άνθρακα αναδείχθηκε ως µια κρίσιµη ευκαιρία για τη µετάβαση σε πιο φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές παραγωγής τροφίµων. Ωστόσο, η περιορισµένη ζήτηση για τα συγκεκριµένα αγαθά (λόγω υψηλής τιμής) δηµιουργεί την ανάγκη εφαρµογής υποστηρικτικών πολιτικών.

Παϊσιάδης Σταύρος

www.agrotypos.gr