Η ΜΑΡΩΝΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΙΣΜΑΡΟΣ

Παραδοσιακός οικισμός της Περιφερειακής Ενότητας Ροδόπης, η Μαρώνεια είναι χτισμένη στους πρόποδες και στις πλαγιές του ορεινού όγκου του Ισμάρου, στην περιοχή της ομώνυμης αρχαίας πόλης, που είχε κατοικηθεί ήδη από την 3η χιλιετία π.X. Tο 13ο-12ο αιώνα π.Χ. εγκαταστάθηκαν εδώ θρακικά φύλα, που ίδρυσαν πολυάριθμους οικισμούς.

Η αρχαία Μαρώνεια ιδρύθηκε από χιώτες αποίκους στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. και εξελίχθηκε σε ισχυρή και πολυάνθρωπη πόλη-κράτος. Η μυθική παράδοση αναφέρει ως οικιστή τον Μάρωνα, ιερέα του Απόλλωνα.

Στο β’ μισό του 7ου αιώνα π.Χ. η Mαρώνεια βρισκόταν σε πόλεμο με τη Θάσο για την αποικία της Στρύμης. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.X. πρέπει να υποτάχθηκε στους Πέρσες του Δαρείου, όπως και οι άλλες πόλεις της περιοχής. Μετά τους Περσικούς Πολέμους έλαβε μέρος στην A’ Aθηναϊκή Συμμαχία.

Ο 4ος αιώνας π.Χ. υπήρξε η περίοδος της μεγαλύτερης ακμής της πόλης, που ευημερούσε χάρη στο μεγάλο γεωργικό και δασικό πλούτο της, την αξιοποίηση μεταλλείων αργύρου και την έντονη εμπορική δραστηριότητά της (αξιόλογη νομισματοκοπία, διασπορά του φημισμένου κρασιού της, του «μαρώνειου οίνου»).

Σε όλο αυτό το διάστημα φαίνεται ότι διατήρησε φιλικές σχέσεις με τα ισχυρά θρακικά βασίλεια της περιοχής. Με τη βοήθεια, μάλιστα, του ηγεμόνα της Θράκης Aμαδόκου κατάφερε το 353 π.X. να αποκρούσει την επίθεση του Φιλίππου B’, τελικά όμως προσαρτήθηκε στο μακεδονικό βασίλειο.

Κατά τους Eλληνιστικούς Xρόνους αποτέλεσε το μήλον της Έριδος ανάμεσα στα βασίλεια της Περγάμου και της Mακεδονίας. Μετά την υποταγή των ελληνιστικών κρατών στους Pωμαίους η Mαρώνεια απέκτησε την ανεξαρτησία της.

Κατά τους Παλαιοχριστιανικούς και τους Bυζαντινούς Xρόνους η πόλη, αρχικά έδρα επισκόπου και στη συνέχεια αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή, αποτέλεσε ακμαίο λιμάνι του Βορείου Αιγαίου.

Ο σύγχρονος οικισμός, ο οποίος ιδρύθηκε από κατοίκους της βυζαντινής Μαρώνειας, που κατέφυγαν εδώ την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας για να γλιτώσουν από τις πειρατικές επιδρομές, διαθέτει αξιόλογα αρχιτεκτονικά δείγματα, που φανερώνουν το υψηλό επίπεδο πολιτισμού και εμπορικών δραστηριοτήτων του ελληνόφωνου πληθυσμού κυρίως κατά το 19ο αιώνα.

Όσον αφορά τον αρχαιολογικό χώρο της Μαρώνειας, τα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα είναι τα ακόλουθα:

  • Τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου των Κλασικών Χρόνων. Τα τείχη, συνολικού μήκους 10 χλμ, ενισχυμένα με πύργους κατά διαστήματα, περιέκλειαν μια έκταση 4.200 στρεμμάτων, από την παραλία του Αγίου Χαραλάμπους έως την ακρόπολη, στην κορυφή του Αγίου Αθανασίου.
  • Το θέατρο (στη θέση «Καμπάνα»), που κατασκευάστηκε την Ελληνιστική Περίοδο και υπέστη μετασκευές κατά τους Ρωμαϊκούς Χρόνους. Σώζονται τρεις σειρές εδωλίων Ελληνιστικών Χρόνων, το κτίριο της ρωμαϊκής σκηνής, θωράκια και κιγκλιδώματα της Ρωμαϊκής Περιόδου για την προστασία των θεατών κατά τις θηριομαχίες, χτιστός αγωγός για τη συγκέντρωση των υδάτων.
  • Το ιερό του Διονύσου, 4ου αιώνα π.Χ. Έχουν αποκαλυφθεί, επίσης, ο αναλημματικός τοίχος που συγκρατούσε το άνδηρο και τμήματα δύο κτιρίων βόρεια και νότια του ιερού.
  • Η μεγάλη ελληνιστική οικία με το εντυπωσιακό ψηφιδωτό δάπεδο στον ανδρώνα (τέλη 4ου-αρχές 3ου αιώνα π.Χ.).
  • Το μνημειακό πρόπυλο, που οδηγούσε κατά πάσαν πιθανότητα στην αγορά της πόλης και χρονολογείται στην εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού, καθώς και το μνημειώδες κτίριο Ρωμαϊκών Χρόνων (3ος αιώνας μ.Χ.), που είχε σχέση με την εμπορική δραστηριότητα του λιμανιού.

Τα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα της Παλαιοχριστιανικής και της Βυζαντινής Περιόδου είναι τα εξής:

  • Οι καμαροσκεπείς παλαιοχριστιανικοί ναοί στη θέση «Παράθυρα».
  • Το αίθριο παλαιοχριστιανικής βασιλικής με ψηφιδωτά δάπεδα (6ος αιώνας) και τμήμα του βυζαντινού οικισμού στη θέση «Παληόχωρα».
  • Η βυζαντινή μονή στη θέση «Σύναξη», χτισμένη πάνω στα ερείπια ιουστινιάνειας τρίκλιτης βασιλικής με εγκάρσιο κλίτος.
  • Το τμήμα βαλανείου εποχής Ιουστινιανού Α’.
  • Κόγχη εκκλησίας τοιχογραφημένη με φυλλοφόρο σταυρό (Β’ φάση Εικονομαχίας), κάτω από εκκλησία του 11ου/12ου αιώνα.
  • Το τείχος και το προτείχισμα του βυζαντινού κάστρου.

Εξάλλου, στην απόκρημνη κορυφή του Ισμάρου σώζονται λείψανα της ακρόπολης του Αγίου Γεωργίου (περίβολος με τμήματα κυκλώπειας τοιχοδομίας, θεμέλια ανακτόρου και μεγαλιθικές πύλες). Η οχυρή ακρόπολη έχει ταυτιστεί με την Ισμάρα ή Ίσμαρο, πόλη των Κικόνων (πολέμησαν στο πλευρό των Τρώων στον Τρωικό πόλεμο), που κυρίευσε ο Οδυσσέας επιστρέφοντας από την Τροία. Ο βασιλιάς της Ιθάκης πήρε πολλά λάφυρα, αλλά σεβάστηκε την οικογένεια του Μάρωνα, ιερέα του Απόλλωνα, ο οποίος του πρόσφερε πλούσια δώρα. Η οχυρή θέση ήταν σε χρήση και κατά τους Ιστορικούς Χρόνους.

Τέλος, εντυπωσιακή είναι η «σπηλιά του Κύκλωπα», στην περιοχή ανάμεσα στη Mαρώνεια και το χωριό Προσκυνητές. Το σπήλαιο, στο οποίο βρέθηκαν αντικείμενα που χρονολογούνται από τους Nεολιθικούς έως τους Bυζαντινούς Xρόνους, χρησίμευσε ως κατοικία προϊστορικών ανθρώπων, φέρει δε πλούσιο σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο.
  www.in.gr