Όταν το φρέσκο γάλα δεν μπορεί να μείνει γίνεται Μεριαρένο

Με 220 πρόβατα και 60 κατσίκια, το όνοµα του κτηνοτρόφου Γιάννη Βοναπάρτη από την Κάσο έχει ακουστεί σε όλους τους γαστρονοµικούς κύκλους της χώρας.    Τα δυσεύρετα τυριά που παράγει στη µονάδα του γίνονται ανάρπαστα, µε τον αεικίνητο 52χρονο σήµερα να πηγαίνει από τη στάνη στο τυροκοµείο δυο φορές την ηµέρα, µεταφέροντας προς άµεση τυροκόµιση το γάλα από τα ζωντανά του. Εξ’ ού και η ονοµασία του πιο φηµισµένου τυριού της µονάδας του, το Μεριαρένο, που από ανάγκη έφτιαχναν τα παλιά χρόνια οι κτηνοτρόφοι του νησιού, όταν ο καιρός ζέσταινε και το γάλα δεν µπορούσε να κρατηθεί. Το τυρί που φτιάχνεται σε µια ηµέρα, είναι επί της ουσίας η γραβιέρα της Κάσου, µε τη διαφορά ότι κρατιέται όλο το βούτυρο στο γάλα. «Η αγορά της γραβιέρας ήταν κορεσµένη όταν ξεκίνησα το 2009, οπότε αποφάσισα να στραφώ στο παραδοσιακό τυρί του νησιού» περιγράφει ο ίδιος στην Agrenda, εξιστορώντας την ιστορία του.

Η οικογένεια Βοναπάρτη, έχει ρίζες στην κτηνοτροφία και την τυροκόµιση, «βάθους» 250 ετών. «Μαζί µε τον παππού µου ξεκίνησα τη δουλειά» θα πει ο συνοµιλητής µας, που σήµερα µαζί µε τα ζώα, λειτουργεί ένα παντοπωλείο στο λιµάνι της Κάσου όσο εργάζεται και ως «πετράς», οικοδόµος δηλαδή που χτίζει αποκλειστικά µε πέτρες. Το τυροκοµείο το τρέχουν η γυναίκα του Μαρία µε τις δυο κόρες τους, Ειρήνη και Ευδοκία, µε την 28χρονη Ειρήνη να έχει αποφοιτήσει από τη Γαλακτοκοµική Σχολή Ιωαννίνων.

Στον στίβο της κτηνοτροφίας θα µπει προσεχώς ο υιός Βοναπάρτης, Κώστας, που σπουδάζει για ζωοτέχνης στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας.

«Το βουνό αγάπησα, αλλά έπρεπε να δώσουμε και μια εικόνα στη δουλειά μας»

Το Τυροκοµείο Κάσου του Γιάννη Βοναπάρτη είναι η πρώτη και µοναδική σύγχρονη µονάδα τυροκόµησης στο ακριτικό νησί. Ακόµα και σήµερα, οι υπόλοιποι 40 περίπου κτηνοτρόφοι του νησιού συνεχίζουν να δουλεύουν στα µητάτα, πάνω στο βουνό, µε τη µικρή παραγωγή τους να διατίθεται σε Κάρπαθο και Ρόδο τους χειµερινούς και ανοιξιάτικους µήνες. Μέχρι το 2009 και ο συνοµιλητής µας τυροκοµούσε στο µητάτο του πατέρα του και ακούγοντας τον Γιάννη Βοναπάρτη να µιλά για τα χρόνια εκείνα, αντιλαµβάνεται κανείς αµέσως την συµπάθειά του για αυτήν την πατροπαράδοτη ρουτίνα.

Λίγο αργότερα θα το οµολογήσει ότι «το αγάπησε το βουνό». «∆εν καταφέρνεις να ζήσεις οικογένεια έτσι» θα πει, «πρέπει να δώσεις µια καλή εικόνα για το προϊόν που παράγεις για να πάρει µεγαλύτερη αξία». Ήδη από τον καιρό των µητάτων, ο κ. Βοναπάρτης είχε εκδηλώσει την τάση σου να πάει αρκετά βήµατα παραπέρα όσα βρήκε έτοιµα. «Έχτισα τη µάντρα στο µητάτο, έφτιαξα υπόστεγα αρµεκτήρια, δεν έµεινα στην υπαίθρια στρούγκα. Μετά βελτίωσα και τα πρόβατα. Έφερα σφακιανά. Πρόλαβα τον παππού µου να βγάζει 10 κιλά γάλα την ηµέρα και σήµερα έφτασα να βγάζω 200 κιλά, από τον ίδιο αριθµό προβάτων» περιγράφει.

«Έβαζα στόχους. Έλεγα θα το γεµίσω το καζάνι κι άρµεγα δυο φορές τη µέρα. Την επόµενη χρονιά έφερνα µεγαλύτερο καζάνι για να γεµίσω».

Παράλληλα, ο δραστήριος συνοµιλητής µας δούλευε και στις πέτρες, «όλη η οικογένεια δούλευε» θα πει, ώσπου βρέθηκε ένα σχέδιο βελτίωσης που επιδότησε το 55% και κατάφερε µαζί µε κάποιες οικονοµίες που είχε µαζέψει να σηκώσει την τυροκοµική µονάδα στα 40 του.

«∆εν αρκεί να ξέρεις τη δουλειά. Πρέπει να έχεις όρεξη για να το πας παραπέρα και αυτό δεν το έχουν όλοι» θα πει. Όσο έστρωνε η δουλειά στο νέο τυροκοµείο ήρθαν και οι εµπορικές συµφωνίες και το χρυσό σε διαγωνισµούς Μεριαρένο υπέταξε τους «τυρόφιλους» της χώρας, φτιάχνοντας τώρα όνοµα σε Γερµανία, Σουηδία και Ηνωµένες Πολιτείες.                  tyrokomos.gr