Γιατί στη Γερμανία οι τιμές ρεύματος καταγράφουν βουτιά 66%...και στην Ελλάδα αύξηση 100%

Στην περίπτωση της Γερμανίας, καταγράφεται παραγωγή από αιολικά από τις υψηλότερες στην ιστορία, με αποτέλεσμα η τιμή χονδρικής να καταρρέει κατά 66% και να διαμορφώνεται στα 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Σύμφωνα με πρόβλεψη του Bloomberg, με...

βάση την ανάλυση του αιολικού δυναμικού, αύριο αναμένεται διπλασιασμός παραγωγής από τα αιολικά πάρκα της Γερμανίας.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η Γερμανία ακολούθησε εντελώς διαφορετική πολιτική από την Ελλάδα για το ενεργειακό της μείγμα, αυξάνοντας σημαντικά την παραγωγή από άνθρακα το 2021, καθώς η εξωπραγματική αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου κατέστησε φθηνότερη τη «βρώμικη» παραγωγή ενέργειας σε σχέση με την παραγωγή από μονάδες φυσικού αερίου.


Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίες, το τρίτο τρίμηνο του 2021 αυξήθηκε από 26,4% της συνολικής παραγωγής σε 31,9%. Παράλληλα, μειώθηκε από 14,4% σε 8,7% η συμμετοχή του φυσικού αερίου.


Η Ελλάδα είναι μέχρι στιγμής για το 2022 η ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη με βάση τη μέση τιμή χονδρικής, που εξακολουθεί να ξεπερνά τα 200 ευρώ/μεγαβατώρα. Έμπειροι παρατηρητές της αγοράς σημειώνουν ότι αυτό σχετίζεται με την αυξημένη συμμετοχή του φυσικού αερίου στο μείγμα παραγωγής και τις σοβαρές στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, που επιβαρύνουν τις τιμές με μεγάλα «καπέλα» σε σχέση με το κόστος παραγωγής, προς όφελος των τεσσάρων παραγωγών ενέργειας, με πρώτη τη ΔΕΗ.


Ο πρώην διοικητής της ΔΕΗ, Μανώλης Παναγιωτάκης μιλώντας στον ρ/σ Αθήνα 9,84 επεσήμανε πώς η Ελλάδα βιάσθηκε να προχωρήσει στην απολιγνιτοποίηση και να δώσει έμφαση στην παραγωγή ρεύματος από φυσικό αέριο, αλλά αυτό έγινε σε μια πολύ κακή συγκυρία, όπου εκτινάχθηκαν οι τιμές του φυσικού αερίου στα ύψη. Η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα που αύξησε την παραγωγή από φυσικό αέριο, όταν όλες οι άλλες χώρες στην Ευρώπη την μείωναν, για να μετριάσουν την επιβάρυνση των τελικών τιμών από τις αυξήσεις της τιμής του φυσικού αερίου. Είπε επίσης ότι η αγορά φαίνεται ότι λειτουργεί με σοβαρές στρεβλώσεις, χωρίς να παρεμβαίνουν η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ο κ. Παναγιωτάκης έκανε λόγο για «καρτελοποίηση», αναφέροντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου, το μέσο κόστος παραγωγής ρεύματος ήταν στα 170 ευρώ, αλλά η μέση τιμή χονδρικής διαμορφώθηκε στα 268 ευρώ, δηλαδή 58% υψηλότερα.


Τι αναφέρει η Κομισιόν

Η ενεργειακή κρίση είναι μεν διεθνής, αλλά οι σημαντικότερες επιπτώσεις της εμφανίζονται στην Ευρώπη, και από όλη την Ευρώπη, η Ελλάδα είναι η χώρα στην οποία οι καταναλωτές πληρώνουν τη μεγαλύτερη διαφορά από ό,τι πλήρωναν πριν. Όπως αναφέρει το έγγραφο της Κομισιόν, οι τιμές λιανικής είναι αυξημένες κατά μέσο όρο 30% στην Ε.Ε. όταν στη χώρα μας η αύξηση ξεπερνάει το 100%.


Ο Έλληνας καταναλωτής δεν πληρώνει το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη. Ανέκαθεν η χώρα μας είχε σχετικά χαμηλή λιανική τιμή ρεύματος (σε απόλυτες τιμές) σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες (στις οποίες έχουν βεβαίως οι πολίτες και άλλα εισοδήματα). Όμως ο Έλληνας καταναλωτής καλείται να πληρώσει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση στην τιμή ρεύματος σε σχέση με το τι πλήρωνε πριν την κρίση.   Αυτό οφείλεται στην αρχιτεκτονική της ηλεκτρικής αγοράς στη χώρα μας, η οποία εφάρμοσε αργά το λεγόμενο ευρωπαϊκό «target model», χωρίς μάλιστα, μετά από επτά μήνες κρίσης, να πάρει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ή η ίδια η κυβέρνηση, κάποια πρωτοβουλία για την τροποποίησή της. Για παράδειγμα με την υιοθέτηση κινήτρων για τη σύναψη διμερών συμβολαίων ανάμεσα στους παραγωγούς ρεύματος και στους προμηθευτές ή βιομηχανικούς καταναλωτές, γεγονός που θα περιόριζε τις συνέπειες της κούρσας τιμών στο χρηματιστήριο ενέργειας.                          Στις ώριμες ευρωπαϊκές αγορές, μόνο ένα ποσοστό 20%-25% της λιανικής τιμής είναι συνδεδεμένο με τη χονδρεμπορική αγορά, το υπόλοιπο περνάει μέσα από διμερή συμβόλαια σε προκαθορισμένες σταθερές τιμές που έχουν διασφαλίσει οι προμηθευτές μέσω των προθεσμιακών αγορών. Το ίδιο ισχύει και για τα τιμολόγια των επιχειρήσεων.


Στην Ευρώπη είναι κοινή πρακτική κάθε επιχείρηση να αντισταθμίζει σε ένα ποσοστό τον κίνδυνο από τις διακυμάνσεις των τιμών, προαγοράζοντας ενέργεια σε σταθερή τιμή ή με διμερές συμβόλαιο με φυσική παράδοση από τον παραγωγό (αφορά μεγάλες καταναλώσεις βιομηχανιών) ή μέσω χρηματιστηριακών προθεσμιακών προϊόντων μέσω προμηθευτών.           Αντίθετα στη χώρα μας, το 100% της αύξησης της χονδρεμπορικής τιμής (αύξησης που προέρχεται από την κούρσα στις τιμές αερίου) περνάει στον καταναλωτή μέσω των τιμολογίων και της ρήτρας που χρεώνουν όλοι οι προμηθευτές ρεύματος.


«Στη χώρα μας, στο πλαίσιο του target model, σχεδιάστηκε η νέα αγορά κατά τις επιταγές του εδραιωμένου ολιγοπωλίου, η δε σημερινή λειτουργία της σε τίποτα δεν θυμίζει λειτουργία ευνομούμενης ευρωπαϊκής αγοράς» αναφέρει σε άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας Αντώνης Κοντολέων και συνεχίζει: «Στην ουσία η αγορά παραμένει υποχρεωτική αφού είναι αδύνατη η σύναψη διμερών συμβολαίων μέσω των οποίων οι βιομηχανίες και οι προμηθευτές θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο μεταβολής των τιμών χονδρεμπορικής».     Εκτός από την έλλειψη ευνοϊκού πλαισίου για τη σύναψη διμερών συμβολαίων, οι καθυστερήσεις στην ωρίμανση του χρηματιστηρίου ενέργειας (για παράδειγμα η μη συμμετοχή της διακοψιμότητας των βιομηχανιών, καθώς και των traders και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας) δεν αφήνουν περιθώρια μείωσης της χονδρεμπορικής τιμής, με αποτέλεσμα να πέφτει όλο το βάρος στον καταναλωτή, με την περίφημη ρήτρα αναπροσαρμογής μέσω της οποίας οι εταιρείες προμήθειας περνάνε στο λογαριασμό το σύνολο της αύξησης του ρεύματος.


libre.gr