Είναι
ρατσιστικό. Είναι αντισυνταγματικό και παραβιάζει μια σειρά από
ευρωπαϊκές και διεθνείς συβάσεις. Είναι αβίωτο. Είναι πραγματικότητα εδώ
και 8 χρόνια.
Ο υποκατώτατος μισθός για...
νέους κάτω των 25 ετών, που εισήχθη το 2010 και παγιώθηκε το 2012, είναι 410 ευρώ καθαρά.
Στην πραγματικότητα το ποσό είναι αρκετά μικρότερο, καθώς ο μέσος όρος αμοιβών, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΦΚΑ, είναι 381 ευρώ.
Οι εργαζόμενοι κάτω των 25 ετών, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, είναι μόλις 141.000, κάτι λιγότερο από το 4% των απασχολούμενων.
Κι αυτοί θα πρέπει να θεωρούνται... τυχεροί, αφού η Ελλάδα ανακηρύχθηκε και πάλι θλιβερή πρωταθλήτρια στην Ευρώπη: 40,8% των νέων κάτω των 25 ήταν άνεργοι τον Οκτώβριο του 2017 (Eurostat).
Στην πράξη πρόκειται για μια γενιά που μεγαλώνει με δεδομένη σχεδόν την ανεργία, την επισφάλεια, την παρατεταμένη «μαθητεία», την ευκαιριακή απασχόληση: είναι όλοι εκείνοι που έχουν μάθει να στριμώχνουν τις ανάγκες τους σε μια χούφτα ευρώ και τα όνειρά τους στα λίγα τετραγωνικά της εφηβικής τους κρεβατοκάμαρας.
H Νεφέλη, 25 χρόνων, είναι γραμματέας σε εισαγωγική εταιρεία. «Θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου», είναι η πρώτη της φράση.
«Εχω μια δουλειά και παίρνω τα νόμιμα, οι περισσότεροι φίλοι μου είναι άνεργοι, η μαμά μου είναι άνεργη... Το αφεντικό μου είναι ο θείος μου, βέβαια, κι αυτό βοηθάει, οι περισσότεροι δουλεύουν ανασφάλιστοι. Φυσικά και δεν κάνω αυτό που σπούδασα - ποιος το κάνει; Ζω με τη μητέρα μου, βοηθάει κι ο πατέρας μου. Το αγόρι μου σπουδάζει ακόμα και θα σπουδάζει μάλλον για πολύ (γελάει). Αφού δεν έβρισκε δουλειά, τι καλύτερο να κάνει;».
Ο Γιώργος στα 22 του σερβίρει καφέδες κάπου στο Θησείο:
«Σπουδάζω ηλεκτρολόγος και δουλεύω ταυτόχρονα. Το όνειρό μου είναι να φύγω, φοβάμαι όμως ότι δεν θα τα καταφέρω. Οι πιο πολλοί φίλοι μου θέλουν να φύγουν κι όχι μόνο για την ανεργία. Είναι σαν η χώρα να ζει μονίμως σε μια μουντάδα, σε ένα γκρίζο βαρύ πράγμα, κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομία, αλλά με την αντίληψη των ανθρώπων που είναι πολύ πίσω. Τα τελευταία χρόνια όλη η συζήτηση -η δημόσια και στα σπίτια μας- είναι για τα λεφτά, σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο. Είμαι νέος και θέλω να ζήσω, θέλω να ταξιδέψω, θέλω να μάθω πράγματα, να ανοίξει το μυαλό μου».
Κοινό χαρακτηριστικό όσων μιλήσαμε μαζί τους, αναζητώντας νέους και νέες που εργάζονται και ζουν με τους μνημονιακούς μισθούς-χαρτζιλίκι, είναι ότι δεν θέλουν να φωτογραφηθούν. Δεν θέλουν καν να μας πουν το επώνυμό τους.
«Το πρώτο που κάνει ο εργοδότης όταν ζητάς δουλειά είναι να σε γκουγκλάρει. Αν δει ότι είσαι συνδικαλιστής ή ‘‘τα χώνεις’’, το πιθανότερο είναι να μη σε προσλάβει», απαντάνε αν τους πιέσεις παραπάνω.
Απαισιόδοξοι ή αισιόδοξοι; Ο Νίκος, 23 χρόνων, τυλίγει σουβλάκια στο Νέο Ηράκλειο και σπουδάζει οικονομικά στο ΠΑΠΕΙ:
«Είμαι αισιόδοξος, πιστεύω ότι τα πράγματα πηγαίνουν στο καλύτερο, η οικονομία σταθεροποιείται, θα βγούμε στις αγορές κι όλα θα στρώσουν σιγά σιγά. Μπορεί για εσάς που είστε πιο μεγάλοι να φαίνονται όλα πιο τραγικά, γιατί σκέφτεστε συνέχεια τι είχατε και τι χάσατε. Εγώ όμως μεγάλωσα με άλλα δεδομένα κι έμαθα να την παλεύω».
Ονειρα τέλος
Στον αντίποδα η 24χρονη Αλεξάνδρα: «Δεν θέλω πια να κάνω μεγάλα όνειρα ούτε να λέω μεγάλες κουβέντες. Είχαμε πάρα πολύ μεγάλες ελπίδες με τον ΣΥΡΙΖΑ και φάγαμε τα μούτρα μας. Μέχρι το 2015 πίστευα ότι μπορούμε να φέρουμε τον κόσμο πάνω κάτω. Σαν να μεγαλώσαμε πολύ απότομα γαμώτο...».
Κοφτός, βιωματικός, κυριολεκτικός ο λόγος όσων συναντήσαμε σε δρόμους, πλατείες και χώρους εργασίας. Πολιτικοποιημένος, με έμφαση στο συλλογικό και μια απόχρωση αμφιθεάτρου, ο λόγος των «οργανωμένων».
Κι όμως και οι δύο -φαινομενικά ξεχωριστές- κατηγορίες συνδέονται με ένα κοινό νήμα: η απογοήτευση, η οικονομική ασφυξία, το άγχος είναι κοινά σε όλους.
Είναι προσγειωμένοι, θα έλεγε κανείς πιο ώριμοι από την ηλικία τους. Αλλά δεν κλαίγονται.
Ο τόνος τους δεν είναι δραματικός, έχουν φίλους, ερωτεύονται, έχουν τη ζωή μπροστά τους. Και παρά τις αντιξοότητες διεκδικούν. Και ενίοτε κερδίζουν.
Η Μαρία, μέλος της πρωτοβουλίας «Attack στην επισφάλεια και την ανεργία», είναι 24 χρόνων, τελειόφοιτος της σχολής Μηχανολόγων του ΕΜΠ. Μετά από έναν χρόνο πρακτικής άσκησης εργάζεται με τρίμηνη σύμβαση σε τεχνική εταιρεία - με τον υποκατώτατο μισθό φυσικά: «Κι αυτό το κατάφερα επειδή το απαίτησα επίμονα. Η άλλη επιλογή ήταν ανασφάλιστη και εκ περιτροπής εργασία».
Η ίδια, όπως και η Attack, έχει ξεκάθαρη άποψη ότι ο υποκατώτατος μισθός είναι ρατσιστικός και οφείλει να καταργηθεί και όχι απλά να αναθεωρηθεί:
«Ακόμα και η ίδια η Ε.Ε. δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ένα μέτρο που είναι καθαρά ρατσιστικό. Γι’ αυτό έφεραν ως δικαιολογία ότι δεν θα ορίζεται με βάση την ηλικία, αλλά με βάση την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. Αυτό είναι πρακτικά μια γενίκευση του καθεστώτος του υποκατώτατου για όλους τους νέους. Η Αttack στοχεύει στην ανάδειξη των πολιτικών διαχείρισης της ανεργίας όπως προωθούνται από το κράτος - π.χ. με τα προγράμματα του ΟΑΕΔ. Ταυτόχρονα είναι μια πρωτοβουλία της εργαζόμενης νεολαίας που δεν μπορεί να δει τον εαυτό της στο παραδοσιακό εργατικό κίνημα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό είναι εκφυλισμένο. Υποστηρίζουμε ότι πρέπει να σπάσει η αδράνεια και να οργανωθεί η νεολαία σε συλλογικότητες μάχης, στη γειτονιά της, στις εργατικές λέσχες και στα σωματεία που κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση...».
Η Μαρία παραδέχεται ότι υπάρχει κατακερματισμός ανάμεσα στις συλλογικότητες και αναγνωρίζει την ανάγκη κοινής δράσης:
«Συμμετέχουμε σε μετωπικές δράσεις με άλλα σχήματα, όπως πρόσφατα στο Διήμερο Ενάντια στην Επισφάλεια και την Ανεργία στη Θεσσαλονίκη. Ομως δεν επιδιώκουμε κανένα κοινό μέτωπο με ομάδες που έχουν ξεκάθαρη αναφορά στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ».
Οι δράσεις και τα κείμενα της Αttack αναρτώνται στην ιστοσελίδα τους.
Μισή ασφάλιση
Η Λιάνα και ο Σίμος ανήκουν στη συλλογικότητα Generation 400, μια πρωτοβουλία που δημιουργήθηκε το 2016.
«Νέοι και νέες οργανωμένοι στην Αριστερά και ανένταχτοι αγωνιστές που είχαμε συμμετοχή στα κινήματα, τις αντιμνημονιακές και άλλες κινητοποιήσεις, αντιληφθήκαμε την ανάγκη να υπάρχει μια συλλογικότητα που θα προσπαθήσει να οργανώσει τον κόσμο που δεν έχει τη δυνατότητα συνδικαλιστικής ένωσης», μας λένε.
Η Λιάνα εργάζεται σε καφέ-μπαρ, όπου την ασφαλίζουν για ενάμισι μεροκάματο την εβδομάδα, ενώ δουλεύει τρία βράδια για 300 έως 350 ευρώ.
«Συγκατοικώ με δύο φίλους - είμαστε κράτα με να σε κρατώ να ανεβούμε το βουνό. Ολοι είμαστε έτσι...», μας λέει. Το χειρότερο για τη Λιάνα δεν είναι μόνο ότι δυσκολεύεται να καλύψει ακόμα και βασικά έξοδα, αλλά ότι «δεν μπορώ ούτε σχέδια για το μέλλον να κάνω ούτε τη ζωή μου να προγραμματίσω. Πώς να σπουδάσεις με 400 ευρώ τον μήνα, όταν τα περισσότερα μεταπτυχιακά έχουν δίδακτρα;».
Ο Σίμος στα 26 του έχει δουλέψει σε μπαρ, μεζεδοπωλείο, τουριστικές επιχειρήσεις, ως τεχνικός εγκαταστάσεων φυσικού αερίου και τώρα σε πολυκατάστημα με ζωοτροφές. «Εργάζομαι με τον κατώτατο μισθό, 490 καθαρά, πενθήμερο, 8ωρο. Μένοντας μόνος μου, έχω μάθει να ζω με λιγότερα από 10 ευρώ τη μέρα».
«Βασικό μας σύνθημα είναι ‘‘να σταματήσουμε να επιβιώνουμε, να ξεκινήσουμε να ζούμε’’», μας λέει η Λιάνα. «Γυρνάμε πλάτη σε κυβέρνηση και εργοδότες. Κανείς δεν ζει με 400 ευρώ, ανασφάλιστος ή με τον φόβο της ανεργίας πάνω από το κεφάλι του. Θέλουμε την κατάργηση του υποκατώτατου, την αύξηση του μισθού στα 751. Ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο υπόσχεται και μειώνει το αφορολόγητο στα 5.385. Μετά από τόσα χρόνια που οι εργοδότες έχουν αποθρασυνθεί, εμφανίζονται όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι που σπάνε τον φόβο. Οπως πρόσφατα στη Λάρισα, όπου δυο νέοι κατήγγειλαν ότι τους ανάγκασαν να επιστρέψουν το δώρο Χριστουγέννων κι ο εργοδότης αναγκάστηκε να τους επαναπροσλάβει. Είναι μικρές νίκες αλλά πληθαίνουν».
Οι G400 συζητούν και συναποφασίζουν σε ανοιχτές συνελεύσεις που ανακοινώνονται στην ιστοσελίδα τους.
Τα βασικά αιτήματα
Ο 26χρονος Παύλος δεν ανήκει πλέον στη γενιά του «υποκατώτατου». Ομως δύσκολα θα έλεγε κανείς τα 490 ευρώ μηνιάτικο, μέσω 8μηνης σύμβασης σε κοινωφελές πρόγραμμα στήριξης προσφύγων στο camp του Σχιστού, αξιοπρεπές ποσό για να ζει.
Μένει με τους γονείς του στα βόρεια προάστια, οδηγεί καθημερινά στη δουλειά του στην άλλη άκρη της Αθήνας με Ι.Χ. Ανήκει στη συλλογικότητα Reworkers.
«Ξεκινήσαμε ως νέοι εργαζόμενοι, κυρίως σε κοινωφελή προγράμματα, σερβιτόροι, ντελιβεράδες, μηχανικοί με μπλοκάκι. Ολοι όσοι είμαστε αναγκασμένοι να ακροβατούμε ανάμεσα σε ανεργία και επισφάλεια», παρουσιάζει ο Παύλος την πρωτοβουλία τους.
«Η κατάργηση του υποκατώτατου είναι από τα βασικά μας αιτήματα», μας λέει, «όπως και η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, το δικαίωμα σε σταθερή εργασία με πλήρες ωράριο».
Οι Reworkers ξεκινούν καμπάνια ενημέρωσης και κινητοποιήσεων για την κατάργηση του υποκατώτου μισθού.
«Το μέτρο επιβλήθηκε με τη λογική να δώσει κίνητρα στον εργοδότη και να μειωθεί η νεανική ανεργία. Το αποτέλεσμα όμως ήταν το αντίθετο».
Δεν εντοπίζει μια αντίφαση στο γεγονός ότι η συλλογικότητά του συνδέεται με το κυβερνών κόμμα;
«Είμαστε άνθρωποι από τον ευρύτερο κόσμο της Αριστεράς, κάποιοι έχουν σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, άλλοι όχι. Είμαστε ένα ανεξάρτητο όχημα και δεν ταυτιζόμαστε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν κοιτάς ποιος είναι κυβέρνηση, αλλά πού υπάρχει εργοδοτική αυθαιρεσία».
Με το σύνθημα «σπάμε τον φόβο - κανένας μόνος του απέναντι στην εργοδοτική τρομοκρατία» οι Reworkers υποδέχονται τις καταγγελίες νέων εργαζομένων σε ειδική φόρμα στην ιστοσελίδα τους.
«Γενεο-κτονία»
Μια γενιά αφανίζεται κοινωνικά και πολιτισμικά
Ο Σωτήρης Χτούρης είναι κοινωνιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Το 2017 επιμελήθηκε και δημοσίευσε την έρευνα «Οι νέοι στην Ελλάδα σήμερα - Κοινωνική κατάσταση, εργασία και κοινωνικά δίκτυα» (εκδ. Επίκεντρο).
Η μελέτη παρουσιάζει τα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά των νέων, αλλά και τα σημαντικά κοινωνικά φαινόμενα που αντιμετωπίζουν: ανεργία, φτώχεια, προοπτικές απασχόλησης και ευζωία:
«Από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα οι νέοι έχουν υποστεί μια δεινή ‘‘επίθεση’’, με αποτέλεσμα κάποιοι να μεταναστεύουν αναγκαστικά κι άλλοι να περιθωριοποιούνται.
Οι νέοι εμφανίζονται ως ‘‘μειωμένοι’’ πολίτες, παραμένοντας για μεγάλο διάστημα στη στέγη και την οικονομική προστασία της οικογένειας και αποδεχόμενοι την ‘‘κυνική’’ πραγματικότητα της χαμηλόμισθης, ακόμα και της ουσιαστικά ‘‘μη αμειβόμενης εργασίας’’.
Η οικογενειακή προστασία ωστόσο αποτελεί παγίδα (αφού τους αποκόπτει από την ενεργή κοινωνική, εργασιακή και πολιτική ζωή) και συχνά εγκλωβισμό σε μια διαρκή αρχική ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση.
Διαμορφώνεται έτσι μια γενιά που δεν είναι ενεργή στη διαμόρφωση του κοινωνικού της κόσμου.
Πρόκειται για το κοινωνικό φαινόμενο της ‘’Γενεο-κτονίας’’, δηλαδή μιας γενιάς που αφανίζεται κοινωνικά και πολιτισμικά, χωρίς τη δυνατότητα απογόνων και δημιουργικής και διαμορφωτικής παρουσίας στα δημόσια θέματα.
Ενα φαινόμενο που έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για τους ίδιους τους νέους, αλλά και για την επιβίωση της Ελλάδας ως μιας ενεργής και δημιουργικής χώρας στο παγκόσμιο περιβάλλον.
Ο τρόπος που συχνά παρουσιάζεται η ανεργία των νέων -ως ένα τεχνικό πρόβλημα διαχείρισης της αγοράς εργασίας ή μόνο ως αποτέλεσμα της πρόσφατης κρίσης- αποκρύπτει τη βαθιά δομική κρίση που κατατρέχει διαχρονικά τη σύγχρονη Ελλάδα, με αποκορύφωμα την επιβολή του καθεστώτος των μνημονίων. Οι ζημιωμένοι και τα βασικά θύματα αυτού του κοινωνικού καθεστώτος είναι οι νέοι, αυτοί δηλαδή που πρέπει να είναι στραμμένοι δημιουργικά στο μέλλον.
Η Πολιτεία και οι προηγούμενες γενιές τούς στρέφουμε όμως να συμβιβαστούν με ένα καταστροφικό κοινωνικό παρελθόν, τον μαρασμό ή τη φυγή.
Η στροφή προς μια αφύπνιση της κοινωνίας για τη δημιουργική διαρκή στήριξη κυρίως της νέας γενιάς -πιο πέρα από τις μικρές γιορτές και προβολές των επιχειρηματικών start ups και άλλων παρεμβάσεων μικρής εμβέλειας- είναι σήμερα παραπάνω από επιτακτική. Απαιτούνται μαζικές μεταβολές, μεταρρυθμίσεις και συνηγορία υπέρ των νέων».
Αντισυνταγματική διάταξη με τις «ευλογίες» του ΣτΕ
Της Σοφίας Παπαοικονόμου*
Με το δεύτερο μνημόνιο, παράλληλα με την αποδόμηση των συλλογικών συμβάσεων, επιβλήθηκε γενική μείωση του κατώτατου μισθού για όλους -και ειδικά για τους νέους κάτω των 25 ετών- κατά 32%.
Ετσι ο βασικός μισθός από 751 ευρώ μειώθηκε στα 511 ευρώ μικτά.
Η διάταξη είναι αντισυνταγματική: η δυσμενής διάκριση σε βάρος των νέων αντίκειται και στο άρθρο 4 («οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις»), και στα άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος για τη μισθολογική ισότητα.
Η μισθολογική και κοινωνική ανισότητα σε βάρος των νέων παραβιάζει τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας.
Αντίκειται σε θεμελιώδεις ελευθερίες του κοινοτικού και διεθνούς δικαίου. Τέλος, είναι σε ευθεία αντίθεση με τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας.
Ωστόσο, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας για λόγους «υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος» (δημοσιονομικές συνθήκες, αποφυγή χρεοκοπίας) θεωρεί θεμιτές τις μειώσεις και αντισυνταγματική μόνο την κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 2307/2014).
Το Πόρισμα της Επιτροπής Σοφών, που συγκροτήθηκε από το Ευρωκοινοβούλιο σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση ως μηχανισμός παρακολούθησης της διαπραγμάτευσης, για τον κατώτατο μισθό των νέων προτείνει ως «βέλτιστη πρακτική» μια χρυσή τομή των παραπάνω, συνδέοντας τις αμοιβές με την εργασιακή εμπειρία: 90% του γενικού κατώτατου μισθού για τον πρώτο χρόνο εργασιακής εμπειρίας και 95% για τον δεύτερο.
* νομικού
efsyn.gr
Ο υποκατώτατος μισθός για...
νέους κάτω των 25 ετών, που εισήχθη το 2010 και παγιώθηκε το 2012, είναι 410 ευρώ καθαρά.
Στην πραγματικότητα το ποσό είναι αρκετά μικρότερο, καθώς ο μέσος όρος αμοιβών, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΦΚΑ, είναι 381 ευρώ.
Οι εργαζόμενοι κάτω των 25 ετών, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, είναι μόλις 141.000, κάτι λιγότερο από το 4% των απασχολούμενων.
Κι αυτοί θα πρέπει να θεωρούνται... τυχεροί, αφού η Ελλάδα ανακηρύχθηκε και πάλι θλιβερή πρωταθλήτρια στην Ευρώπη: 40,8% των νέων κάτω των 25 ήταν άνεργοι τον Οκτώβριο του 2017 (Eurostat).
Στην πράξη πρόκειται για μια γενιά που μεγαλώνει με δεδομένη σχεδόν την ανεργία, την επισφάλεια, την παρατεταμένη «μαθητεία», την ευκαιριακή απασχόληση: είναι όλοι εκείνοι που έχουν μάθει να στριμώχνουν τις ανάγκες τους σε μια χούφτα ευρώ και τα όνειρά τους στα λίγα τετραγωνικά της εφηβικής τους κρεβατοκάμαρας.
H Νεφέλη, 25 χρόνων, είναι γραμματέας σε εισαγωγική εταιρεία. «Θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου», είναι η πρώτη της φράση.
«Εχω μια δουλειά και παίρνω τα νόμιμα, οι περισσότεροι φίλοι μου είναι άνεργοι, η μαμά μου είναι άνεργη... Το αφεντικό μου είναι ο θείος μου, βέβαια, κι αυτό βοηθάει, οι περισσότεροι δουλεύουν ανασφάλιστοι. Φυσικά και δεν κάνω αυτό που σπούδασα - ποιος το κάνει; Ζω με τη μητέρα μου, βοηθάει κι ο πατέρας μου. Το αγόρι μου σπουδάζει ακόμα και θα σπουδάζει μάλλον για πολύ (γελάει). Αφού δεν έβρισκε δουλειά, τι καλύτερο να κάνει;».
Ο Γιώργος στα 22 του σερβίρει καφέδες κάπου στο Θησείο:
«Σπουδάζω ηλεκτρολόγος και δουλεύω ταυτόχρονα. Το όνειρό μου είναι να φύγω, φοβάμαι όμως ότι δεν θα τα καταφέρω. Οι πιο πολλοί φίλοι μου θέλουν να φύγουν κι όχι μόνο για την ανεργία. Είναι σαν η χώρα να ζει μονίμως σε μια μουντάδα, σε ένα γκρίζο βαρύ πράγμα, κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομία, αλλά με την αντίληψη των ανθρώπων που είναι πολύ πίσω. Τα τελευταία χρόνια όλη η συζήτηση -η δημόσια και στα σπίτια μας- είναι για τα λεφτά, σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο. Είμαι νέος και θέλω να ζήσω, θέλω να ταξιδέψω, θέλω να μάθω πράγματα, να ανοίξει το μυαλό μου».
Κοινό χαρακτηριστικό όσων μιλήσαμε μαζί τους, αναζητώντας νέους και νέες που εργάζονται και ζουν με τους μνημονιακούς μισθούς-χαρτζιλίκι, είναι ότι δεν θέλουν να φωτογραφηθούν. Δεν θέλουν καν να μας πουν το επώνυμό τους.
«Το πρώτο που κάνει ο εργοδότης όταν ζητάς δουλειά είναι να σε γκουγκλάρει. Αν δει ότι είσαι συνδικαλιστής ή ‘‘τα χώνεις’’, το πιθανότερο είναι να μη σε προσλάβει», απαντάνε αν τους πιέσεις παραπάνω.
Απαισιόδοξοι ή αισιόδοξοι; Ο Νίκος, 23 χρόνων, τυλίγει σουβλάκια στο Νέο Ηράκλειο και σπουδάζει οικονομικά στο ΠΑΠΕΙ:
«Είμαι αισιόδοξος, πιστεύω ότι τα πράγματα πηγαίνουν στο καλύτερο, η οικονομία σταθεροποιείται, θα βγούμε στις αγορές κι όλα θα στρώσουν σιγά σιγά. Μπορεί για εσάς που είστε πιο μεγάλοι να φαίνονται όλα πιο τραγικά, γιατί σκέφτεστε συνέχεια τι είχατε και τι χάσατε. Εγώ όμως μεγάλωσα με άλλα δεδομένα κι έμαθα να την παλεύω».
Ονειρα τέλος
Στον αντίποδα η 24χρονη Αλεξάνδρα: «Δεν θέλω πια να κάνω μεγάλα όνειρα ούτε να λέω μεγάλες κουβέντες. Είχαμε πάρα πολύ μεγάλες ελπίδες με τον ΣΥΡΙΖΑ και φάγαμε τα μούτρα μας. Μέχρι το 2015 πίστευα ότι μπορούμε να φέρουμε τον κόσμο πάνω κάτω. Σαν να μεγαλώσαμε πολύ απότομα γαμώτο...».
Κοφτός, βιωματικός, κυριολεκτικός ο λόγος όσων συναντήσαμε σε δρόμους, πλατείες και χώρους εργασίας. Πολιτικοποιημένος, με έμφαση στο συλλογικό και μια απόχρωση αμφιθεάτρου, ο λόγος των «οργανωμένων».
Κι όμως και οι δύο -φαινομενικά ξεχωριστές- κατηγορίες συνδέονται με ένα κοινό νήμα: η απογοήτευση, η οικονομική ασφυξία, το άγχος είναι κοινά σε όλους.
Είναι προσγειωμένοι, θα έλεγε κανείς πιο ώριμοι από την ηλικία τους. Αλλά δεν κλαίγονται.
Ο τόνος τους δεν είναι δραματικός, έχουν φίλους, ερωτεύονται, έχουν τη ζωή μπροστά τους. Και παρά τις αντιξοότητες διεκδικούν. Και ενίοτε κερδίζουν.
Η Μαρία, μέλος της πρωτοβουλίας «Attack στην επισφάλεια και την ανεργία», είναι 24 χρόνων, τελειόφοιτος της σχολής Μηχανολόγων του ΕΜΠ. Μετά από έναν χρόνο πρακτικής άσκησης εργάζεται με τρίμηνη σύμβαση σε τεχνική εταιρεία - με τον υποκατώτατο μισθό φυσικά: «Κι αυτό το κατάφερα επειδή το απαίτησα επίμονα. Η άλλη επιλογή ήταν ανασφάλιστη και εκ περιτροπής εργασία».
Η ίδια, όπως και η Attack, έχει ξεκάθαρη άποψη ότι ο υποκατώτατος μισθός είναι ρατσιστικός και οφείλει να καταργηθεί και όχι απλά να αναθεωρηθεί:
«Ακόμα και η ίδια η Ε.Ε. δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ένα μέτρο που είναι καθαρά ρατσιστικό. Γι’ αυτό έφεραν ως δικαιολογία ότι δεν θα ορίζεται με βάση την ηλικία, αλλά με βάση την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. Αυτό είναι πρακτικά μια γενίκευση του καθεστώτος του υποκατώτατου για όλους τους νέους. Η Αttack στοχεύει στην ανάδειξη των πολιτικών διαχείρισης της ανεργίας όπως προωθούνται από το κράτος - π.χ. με τα προγράμματα του ΟΑΕΔ. Ταυτόχρονα είναι μια πρωτοβουλία της εργαζόμενης νεολαίας που δεν μπορεί να δει τον εαυτό της στο παραδοσιακό εργατικό κίνημα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό είναι εκφυλισμένο. Υποστηρίζουμε ότι πρέπει να σπάσει η αδράνεια και να οργανωθεί η νεολαία σε συλλογικότητες μάχης, στη γειτονιά της, στις εργατικές λέσχες και στα σωματεία που κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση...».
Η Μαρία παραδέχεται ότι υπάρχει κατακερματισμός ανάμεσα στις συλλογικότητες και αναγνωρίζει την ανάγκη κοινής δράσης:
«Συμμετέχουμε σε μετωπικές δράσεις με άλλα σχήματα, όπως πρόσφατα στο Διήμερο Ενάντια στην Επισφάλεια και την Ανεργία στη Θεσσαλονίκη. Ομως δεν επιδιώκουμε κανένα κοινό μέτωπο με ομάδες που έχουν ξεκάθαρη αναφορά στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ».
Οι δράσεις και τα κείμενα της Αttack αναρτώνται στην ιστοσελίδα τους.
Μισή ασφάλιση
Η Λιάνα και ο Σίμος ανήκουν στη συλλογικότητα Generation 400, μια πρωτοβουλία που δημιουργήθηκε το 2016.
«Νέοι και νέες οργανωμένοι στην Αριστερά και ανένταχτοι αγωνιστές που είχαμε συμμετοχή στα κινήματα, τις αντιμνημονιακές και άλλες κινητοποιήσεις, αντιληφθήκαμε την ανάγκη να υπάρχει μια συλλογικότητα που θα προσπαθήσει να οργανώσει τον κόσμο που δεν έχει τη δυνατότητα συνδικαλιστικής ένωσης», μας λένε.
Η Λιάνα εργάζεται σε καφέ-μπαρ, όπου την ασφαλίζουν για ενάμισι μεροκάματο την εβδομάδα, ενώ δουλεύει τρία βράδια για 300 έως 350 ευρώ.
«Συγκατοικώ με δύο φίλους - είμαστε κράτα με να σε κρατώ να ανεβούμε το βουνό. Ολοι είμαστε έτσι...», μας λέει. Το χειρότερο για τη Λιάνα δεν είναι μόνο ότι δυσκολεύεται να καλύψει ακόμα και βασικά έξοδα, αλλά ότι «δεν μπορώ ούτε σχέδια για το μέλλον να κάνω ούτε τη ζωή μου να προγραμματίσω. Πώς να σπουδάσεις με 400 ευρώ τον μήνα, όταν τα περισσότερα μεταπτυχιακά έχουν δίδακτρα;».
Ο Σίμος στα 26 του έχει δουλέψει σε μπαρ, μεζεδοπωλείο, τουριστικές επιχειρήσεις, ως τεχνικός εγκαταστάσεων φυσικού αερίου και τώρα σε πολυκατάστημα με ζωοτροφές. «Εργάζομαι με τον κατώτατο μισθό, 490 καθαρά, πενθήμερο, 8ωρο. Μένοντας μόνος μου, έχω μάθει να ζω με λιγότερα από 10 ευρώ τη μέρα».
«Βασικό μας σύνθημα είναι ‘‘να σταματήσουμε να επιβιώνουμε, να ξεκινήσουμε να ζούμε’’», μας λέει η Λιάνα. «Γυρνάμε πλάτη σε κυβέρνηση και εργοδότες. Κανείς δεν ζει με 400 ευρώ, ανασφάλιστος ή με τον φόβο της ανεργίας πάνω από το κεφάλι του. Θέλουμε την κατάργηση του υποκατώτατου, την αύξηση του μισθού στα 751. Ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο υπόσχεται και μειώνει το αφορολόγητο στα 5.385. Μετά από τόσα χρόνια που οι εργοδότες έχουν αποθρασυνθεί, εμφανίζονται όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι που σπάνε τον φόβο. Οπως πρόσφατα στη Λάρισα, όπου δυο νέοι κατήγγειλαν ότι τους ανάγκασαν να επιστρέψουν το δώρο Χριστουγέννων κι ο εργοδότης αναγκάστηκε να τους επαναπροσλάβει. Είναι μικρές νίκες αλλά πληθαίνουν».
Οι G400 συζητούν και συναποφασίζουν σε ανοιχτές συνελεύσεις που ανακοινώνονται στην ιστοσελίδα τους.
Τα βασικά αιτήματα
Ο 26χρονος Παύλος δεν ανήκει πλέον στη γενιά του «υποκατώτατου». Ομως δύσκολα θα έλεγε κανείς τα 490 ευρώ μηνιάτικο, μέσω 8μηνης σύμβασης σε κοινωφελές πρόγραμμα στήριξης προσφύγων στο camp του Σχιστού, αξιοπρεπές ποσό για να ζει.
Μένει με τους γονείς του στα βόρεια προάστια, οδηγεί καθημερινά στη δουλειά του στην άλλη άκρη της Αθήνας με Ι.Χ. Ανήκει στη συλλογικότητα Reworkers.
«Ξεκινήσαμε ως νέοι εργαζόμενοι, κυρίως σε κοινωφελή προγράμματα, σερβιτόροι, ντελιβεράδες, μηχανικοί με μπλοκάκι. Ολοι όσοι είμαστε αναγκασμένοι να ακροβατούμε ανάμεσα σε ανεργία και επισφάλεια», παρουσιάζει ο Παύλος την πρωτοβουλία τους.
«Η κατάργηση του υποκατώτατου είναι από τα βασικά μας αιτήματα», μας λέει, «όπως και η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, το δικαίωμα σε σταθερή εργασία με πλήρες ωράριο».
Οι Reworkers ξεκινούν καμπάνια ενημέρωσης και κινητοποιήσεων για την κατάργηση του υποκατώτου μισθού.
«Το μέτρο επιβλήθηκε με τη λογική να δώσει κίνητρα στον εργοδότη και να μειωθεί η νεανική ανεργία. Το αποτέλεσμα όμως ήταν το αντίθετο».
Δεν εντοπίζει μια αντίφαση στο γεγονός ότι η συλλογικότητά του συνδέεται με το κυβερνών κόμμα;
«Είμαστε άνθρωποι από τον ευρύτερο κόσμο της Αριστεράς, κάποιοι έχουν σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, άλλοι όχι. Είμαστε ένα ανεξάρτητο όχημα και δεν ταυτιζόμαστε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν κοιτάς ποιος είναι κυβέρνηση, αλλά πού υπάρχει εργοδοτική αυθαιρεσία».
Με το σύνθημα «σπάμε τον φόβο - κανένας μόνος του απέναντι στην εργοδοτική τρομοκρατία» οι Reworkers υποδέχονται τις καταγγελίες νέων εργαζομένων σε ειδική φόρμα στην ιστοσελίδα τους.
«Γενεο-κτονία»
Μια γενιά αφανίζεται κοινωνικά και πολιτισμικά
Ο Σωτήρης Χτούρης είναι κοινωνιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Το 2017 επιμελήθηκε και δημοσίευσε την έρευνα «Οι νέοι στην Ελλάδα σήμερα - Κοινωνική κατάσταση, εργασία και κοινωνικά δίκτυα» (εκδ. Επίκεντρο).
Η μελέτη παρουσιάζει τα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά των νέων, αλλά και τα σημαντικά κοινωνικά φαινόμενα που αντιμετωπίζουν: ανεργία, φτώχεια, προοπτικές απασχόλησης και ευζωία:
«Από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα οι νέοι έχουν υποστεί μια δεινή ‘‘επίθεση’’, με αποτέλεσμα κάποιοι να μεταναστεύουν αναγκαστικά κι άλλοι να περιθωριοποιούνται.
Οι νέοι εμφανίζονται ως ‘‘μειωμένοι’’ πολίτες, παραμένοντας για μεγάλο διάστημα στη στέγη και την οικονομική προστασία της οικογένειας και αποδεχόμενοι την ‘‘κυνική’’ πραγματικότητα της χαμηλόμισθης, ακόμα και της ουσιαστικά ‘‘μη αμειβόμενης εργασίας’’.
Η οικογενειακή προστασία ωστόσο αποτελεί παγίδα (αφού τους αποκόπτει από την ενεργή κοινωνική, εργασιακή και πολιτική ζωή) και συχνά εγκλωβισμό σε μια διαρκή αρχική ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση.
Διαμορφώνεται έτσι μια γενιά που δεν είναι ενεργή στη διαμόρφωση του κοινωνικού της κόσμου.
Πρόκειται για το κοινωνικό φαινόμενο της ‘’Γενεο-κτονίας’’, δηλαδή μιας γενιάς που αφανίζεται κοινωνικά και πολιτισμικά, χωρίς τη δυνατότητα απογόνων και δημιουργικής και διαμορφωτικής παρουσίας στα δημόσια θέματα.
Ενα φαινόμενο που έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για τους ίδιους τους νέους, αλλά και για την επιβίωση της Ελλάδας ως μιας ενεργής και δημιουργικής χώρας στο παγκόσμιο περιβάλλον.
Ο τρόπος που συχνά παρουσιάζεται η ανεργία των νέων -ως ένα τεχνικό πρόβλημα διαχείρισης της αγοράς εργασίας ή μόνο ως αποτέλεσμα της πρόσφατης κρίσης- αποκρύπτει τη βαθιά δομική κρίση που κατατρέχει διαχρονικά τη σύγχρονη Ελλάδα, με αποκορύφωμα την επιβολή του καθεστώτος των μνημονίων. Οι ζημιωμένοι και τα βασικά θύματα αυτού του κοινωνικού καθεστώτος είναι οι νέοι, αυτοί δηλαδή που πρέπει να είναι στραμμένοι δημιουργικά στο μέλλον.
Η Πολιτεία και οι προηγούμενες γενιές τούς στρέφουμε όμως να συμβιβαστούν με ένα καταστροφικό κοινωνικό παρελθόν, τον μαρασμό ή τη φυγή.
Η στροφή προς μια αφύπνιση της κοινωνίας για τη δημιουργική διαρκή στήριξη κυρίως της νέας γενιάς -πιο πέρα από τις μικρές γιορτές και προβολές των επιχειρηματικών start ups και άλλων παρεμβάσεων μικρής εμβέλειας- είναι σήμερα παραπάνω από επιτακτική. Απαιτούνται μαζικές μεταβολές, μεταρρυθμίσεις και συνηγορία υπέρ των νέων».
Αντισυνταγματική διάταξη με τις «ευλογίες» του ΣτΕ
Της Σοφίας Παπαοικονόμου*
Με το δεύτερο μνημόνιο, παράλληλα με την αποδόμηση των συλλογικών συμβάσεων, επιβλήθηκε γενική μείωση του κατώτατου μισθού για όλους -και ειδικά για τους νέους κάτω των 25 ετών- κατά 32%.
Ετσι ο βασικός μισθός από 751 ευρώ μειώθηκε στα 511 ευρώ μικτά.
Η διάταξη είναι αντισυνταγματική: η δυσμενής διάκριση σε βάρος των νέων αντίκειται και στο άρθρο 4 («οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις»), και στα άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος για τη μισθολογική ισότητα.
Η μισθολογική και κοινωνική ανισότητα σε βάρος των νέων παραβιάζει τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας.
Αντίκειται σε θεμελιώδεις ελευθερίες του κοινοτικού και διεθνούς δικαίου. Τέλος, είναι σε ευθεία αντίθεση με τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας.
Ωστόσο, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας για λόγους «υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος» (δημοσιονομικές συνθήκες, αποφυγή χρεοκοπίας) θεωρεί θεμιτές τις μειώσεις και αντισυνταγματική μόνο την κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 2307/2014).
Το Πόρισμα της Επιτροπής Σοφών, που συγκροτήθηκε από το Ευρωκοινοβούλιο σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση ως μηχανισμός παρακολούθησης της διαπραγμάτευσης, για τον κατώτατο μισθό των νέων προτείνει ως «βέλτιστη πρακτική» μια χρυσή τομή των παραπάνω, συνδέοντας τις αμοιβές με την εργασιακή εμπειρία: 90% του γενικού κατώτατου μισθού για τον πρώτο χρόνο εργασιακής εμπειρίας και 95% για τον δεύτερο.
* νομικού
efsyn.gr