Ο θάνατος του Έλληνα εμποράκου

Ο σημερινός Γουίλλυ Λόμαν, ζει ανάμεσα μας, διατηρεί κατάστημα σε πολυσύχναστο δρόμο, με την πελατεία του όμως να φθίνει σταθερά και να τον πνίγουν τα νοίκια και τα χρέη
Ο Γουίλλυ Λόμαν, που ήταν έμπορος, πουλούσε γυναικεία ρούχα στη Νέα Υόρκη. Κατά τη μεγάλη οικονομική ύφεση στην Αμερική το 1929, καταστράφηκε. Τα έχασε όλα και τα «φτερά» του σπάσανε κι αυτά. Μέρα με τη μέρα μαράζωνε. Μετά από λίγο καιρό πέθανε. 
        

Όταν δεν έχεις δουλειά, δεν έχεις όνειρα και στα μάτια των άλλων είσαι είναι ένας αποτυχημένος. Η ζωή του Λόμαν υπήρξε η έμπνευση για τον γιο του, Άρθουρ Μίλλερ που στο διάστημα μιας ημέρας είχε γράψει σχεδόν ακέραιη την πρώτη πράξη από τον «Θάνατο του Εμποράκου». Οι πωλήσεις του έχουν ξεπεράσει τα έντεκα εκατομμύρια αντίτυπα μέχρι σήμερα, καθιστώντας το πιθανόν το πιο επιτυχημένο σύγχρονο έργο που έχει εκδοθεί. Το έργο αυτό που πρόσφερε στον τριαντατριάχρονο τότε Μίλλερ παγκόσμια αναγνώριση, μέσα από τη ζωή του Γουίλλυ Λόμαν, ο συγγραφέας αμφισβήτησε το μύθο του αμερικανικού ονείρου: η μέση τάξη κλυδωνίζεται σοβαρά στην αμερικανική κοινωνία. Ο ίδιος ο Μίλλερ έγραφε για το έργο του: «Η τρομοκρατία σήμερα δεν άλλαξε και πολύ. Το έργο μου είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε. Ο Εμποράκος είναι η τραγωδία ενός ανθρώπου που πίστεψε πως μόνο εκείνος δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τα κριτήρια που έθεσαν, για όλη την ανθρωπότητα, κάποιοι φρεσκοξυρισμένοι, άκαμπτοι κύριοι που παροικούν σήμερα την κορυφή των τηλεοπτικών επιχειρήσεων και των διαφημιστικών γραφείων».
Πόσο δίκαιο είχε… μοιάζει σαν να μην πέρασε μια μέρα, αφού αρκετές δεκαετίες μετά τη συγγραφή του, το έργο σκιαγραφεί τους φόβους της μέσης τάξης, με το ποσοστό της φτώχειας σε παγκόσμια κλίμακα να ακολουθεί σήμερα ανοδική πορεία και να αποτελεί τη σύγχρονη απειλή για όλο τον κόσμο. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις «καίγονται» από τη μείωση του τζίρου, την έλλειψη ρευστότητας και την αύξηση του χρόνου είσπραξης των οφειλών που φτάνει ή και ξεπερνά τον ένα χρόνο. Ο σημερινός Γουίλλυ Λόμαν, ζει ανάμεσα μας, διατηρεί κατάστημα σε πολυσύχναστο δρόμο, με την πελατεία του όμως να φθίνει σταθερά και να τον πνίγουν τα νοίκια και τα χρέη. Συχνά τα βράδια δεν κοιμάται από το να σκέφτεται και καταπίνει αγχολυτικά χάπια. Τι κι αν ονειρεύτηκε κάποτε καλύτερη ζωή, το λουκέτο δε θα μπει μόνο στα ρολά του μαγαζιού του, αλλά και στα όνειρα του.
Έχουμε γίνει πια η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό ανισότητας, με το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η μεσαία τάξη συρρικνώνεται και υποφέρει πληρώνοντας το τίμημα αυτού του χάσματος. Και αυτό είναι κάτι που εμείς δημιουργήσαμε με τις πολιτικές μας, με όσα κάνουμε.   www.ethnos.gr