Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;

Αν, ας πούμε, αδυνατείς να ερμηνεύσεις την συμπεριφορά του Άλλου, η απλοϊκή ένταξη του – κατηγοριοποίηση στον πόλο των «ηλίθιων» ή των «κακών» – προσφέρει μια αναγκαία ψυχική ανακούφιση, καθώς η αντιληπτή απροσδιοριστία υποχωρεί και μαζί της η αβεβαιότητα. Χρειάζεται όμως πάντα ένας διαχωριστικός καταλύτης. Ένα κριτήριο «κάτι» που θα ξεχωρίζει εύκολα τα χλωρά από τα ξερά, τους καλούς από τους
κακούς ή τους ευφυείς από τους «ηλίθιους».
Στην παρούσα φάση ο Covid 19 είναι ένα εξαιρετικό τέτοιο «εργαλείο». Χάρις στον ιό, οι άνθρωποι μπορούν να διακριθούν σε μολυσμένους και μη, σε φορείς και υγιείς, σε υπεύθυνους και ανεύθυνους, σε επιπόλαιους και συνετούς, σε ευάλωτους και ανθεκτικούς και λοιπά και λοιπά. Άλλο τόσο μπορούμε να διακρίνουμε χώρες που τα καταφέρνουν καλά στην αντιμετώπιση του και άλλες όχι. Χάρις επίσης στον ιό, αναδεικνύονται δίπολα – διλήμματα όπως, «υγεία ή οικονομία», «υγεία ή εργασία», «υγεία ή ελευθερία μετακινήσεων», «ασφάλεια ή ελευθερία» κ.λπ. Στα περισσότερα από αυτά ο ανθρώπινος ψυχισμός του δυτικού ανθρώπου μπορεί μάλλον εύκολα και εύλογα να τοποθετηθεί με αναντίρρητο και άμεσο τρόπο, χωρίς πολλά-πολλά. Διότι ως γνωστόν, όπως λέει και η γαλλική παροιμία «καλύτερα πλούσιος και υγιής, παρά φτωχός και άρρωστος». Εύκολο!
Εντούτοις, η πραγματική πραγματικότητα σπάνια είναι τόσο απλοϊκή, ώστε να επιδέχεται μιας τόσο άνετης και «αναίμακτης» επιλογής. Κάτω από την κορυφή του απλουστευτικού παγόβουνου κρύβονται συνήθως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Με άλλα λόγια, όσο κι αν η γιαγιά μου μπορούσε εύκολα να ομνύει στο εξωραϊστικό μότο «υγεία, πάνω απ’ όλα παιδάκι μου», η χρόνια δυσφορία της ζωής της άλλα έδειχνε. Θέλω να πω, εύκολα μπορεί να επιλέξει κανείς στο δίλημμα «υγεία ή νόσος», αλλά αν επιχειρήσει να εξετάσει τις συνέπειες της κάθε επιλογής, ίσως τα πράγματα να γίνονται ιδιαίτερα πολύπλοκα.
Γιατί, αν ω μη γένοιτο, έχουμε μια αναστολή της κοινωνικής λειτουργίας για 3 ή για 6 μήνες, η επίπτωση από την πτώση του ΑΕΠ και την ταυτόχρονη αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων σε πόσους άραγε θανάτους θα αφορά στην επόμενη πενταετία; Πόσο δηλαδή θα επηρεαστεί εν τέλει η υγεία και μάλιστα των κυριαρχούμενων τάξεων; Δηλαδή, πόσοι θάνατοι δεν θα είναι άμεση συνέπεια της πανδημίας, αλλά της επιδείνωσης της κοινωνικο – οικονομικής κατάστασης και του γενικότερου πένθους για την απώλεια ενός τρόπου ζωής; Ή μήπως αυτοί οι θάνατοι μετρούν λιγότερο στη κοινωνική ζυγαριά των απλουστευτικών διλημμάτων μας, επειδή θα προκύψουν αργότερα ή επειδή θα αφορούν στον κόσμο της εργασίας; Ή μήπως ξεχάσαμε ήδη τις συνέπειες της ανάλογης υγειονομικής κρίσης, που γνωρίσαμε πολύ καλά στην Ελλάδα των Μνημονίων; Ποιες θα είναι, δηλαδή, οι συνέπειες από την επιλογή «υγεία, παιδάκι μου», ιδιαίτερα αν εκπληρωθεί η πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα κατατάσσεται στο χειρότερο σενάριο – από τις 32 χώρες – σε ό,τι αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις των μέτρων προστασίας από τον ιό, με μείωση του ΑΕΠ έως και 35%. Πόσο αναίμακτη είναι εν τέλει αυτή η επιλογή;
Αρχίζει έτσι και γίνεται αντιληπτό πως ό,τι είναι εύκολο στο ατομικό πεδίο των διλημμάτων της γιαγιάς μου, στο συλλογικό πεδίο τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα. Μάλιστα, εδώ ακριβώς είναι που γίνονται πολιτικά. Γιατί γίνεται έτσι καθαρό ότι το δίλημμα «περιοριστικά μέτρα που σώζουν ζωές ή μέτρα που σώζουν την οικονομία» είναι στην πραγματικότητα ένα πολύ απλοϊκό δίλημμα. Και όπως προείπαμε τα απλουστευτικά διλήμματα ανακουφίζουν συναισθηματικά ή και διεκπεραιώνουν την παθητικο-επιθετική υπεραναπλήρωση των ηθικολογούντων εισαγγελέων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά δυστυχώς είναι ψευδή. Ποιος δεν θέλει να ορκίζεται στον ανθρωπισμό, αλλά το πραγματικό δίλημμα εδώ τίθεται διαφορετικά, καθώς στον ένα του πόλο βρίσκονται «μέτρα που σώζουν ζωές» και στον άλλο πόλο «επιπτώσεις στην οικονομία που σίγουρα θα προκαλέσουν θανάτους και μάλλον πολύ περισσότερους». Μοιάζει σαν να μας ζητούν να μην ζήσουμε τώρα, για να ζήσουμε αργότερα. Αλλά αν αυτό το «αργότερα» εμπεριέχει ακόμη μεγαλύτερη ανεργία και οικονομική ύφεση, ακόμη μεγαλύτερο περιορισμό των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική ανισότητα, ακόμη περισσότερους ανθρώπους ομήρους της οικονομικής καπιταλιστικής βαρβαρότητας, ποιος θα «πληρώσει το μάρμαρο» των καταθλίψεων, των αγχωδών και λοιπών διαταραχών, των καρδιαγγειακών παθήσεων ή και των αυτοκτονιών που θα ακολουθήσουν και επίσης ποιος θα ωφεληθεί από αυτό; Μήπως, θέλω να πω, πολύ αβασάνιστα συναινούμε στο να πριονίζουμε το κλαδί της υγείας που σήμερα καθόμαστε.
Σίγουρα, το να συνεχίζεται η κοινωνική λειτουργικότητα, το να συνεχίζεται η ζωή, είναι προφανώς απαραίτητο και για να σώζονται και ζωές και αυτό, ευτυχώς ή δυστυχώς, ήταν και είναι πάντα δουλειά του κόσμου της εργασίας. Αλλά μήπως η αστική πολιτική σήμερα απλά παραπέμπει για «μετά» το πως «θα λογαριαστεί μαζί μας» προσκομίζοντας τον λογαριασμό, φουσκωμένο κιόλας, στην εργατική τάξη;
Φαντάζομαι πως αυτό θα είναι το κυρίαρχο πολιτικό επίδικο των επόμενων μηνών. Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο της συλλογικής υγείας που θα επιτευχθεί. Και γι’ αυτό ο κόσμος της εργασίας καλείται να απαντήσει, ενδεχομένως και από τώρα, αλλά και να προετοιμαστεί στο πως θα «δραπετεύσει» από το διλημματικό αυτό λούπ με το λιγότερο δυνατό κόστος. Το να μην καταπίνεται αμάσητο το ατομικό ψευδές δίλημμα της γιαγιάς μου είναι ένα καλό βήμα. Το να τίθεται το αληθές συλλογικό δίλημμα είναι σίγουρα ακόμη καλύτερο, στην κατεύθυνση μείωσης της συστημικής απροσδιοριστίας που πάντα καλούνται να πληρώνουν οι «υποτελείς».         thepressproject.gr